Μια εξιστόρηση μερικών ημερών στην Αθήνα που μού θύμισαν ότι το να μένω εδώ είναι η λογική επιλογή και ότι την Αθήνα και μερικούς ανθρώπους δεν θα τους βγάλω ποτέ από μέσα μου (ναι, είναι ποστ-σαπουνόπερα). Μερικά τμήματα του ποστ αυτού τα έγραψα πριν μερικά βράδυ σε ένα σημειωματάριο γιατί δεν έιχα λαπτοτ. δεν ξέρω αν αυτό το κάνει λίγο ΄κονσέρβα' αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ καλύτερο.
Το πρώτο βράδυ, φτάνω στο Ελ. Βενιζέλος και είναι 12.30 το βράδυ. Το αεροδρόμιο είναι άδειο, φωτεινό, κάπως καταθλιπτικό. Βγαίνω έξω, ένα αεράκι με χτυπάει, τόσο δροσερό και ωραίο που είχα καιρό να νοιώσω κάτι αντίστοιχο (ίσως από την τελευταία φορά που ήμουν πάνω σε πλοίο στο Αιγαίο).
Λίγα λεπτά μετά, στο κέντρο, κατεβαίνουμε τη Βασ. Σοφίας, βλέπω το Χίλτον με αγάπη, όχι γιατί μ αρέσει το ξενοδοχείο αλλά γιατί στα μάτια μου είναι κάτι εξαιρετικά Αθηναικό. Το κέντρο είχε την ίδια γοητεία που θυμάμαι, παρά την παρακμή για την οποία διαβάζω εδώ. Είχα σχεδόν ξεχάσει εκείνα τα υπέροχα μαγαζάκια που πουλάνε κουμπιά, σεμέν, κλειδαριές, με τιμές ευκαιρίας σε βιτρίνες βγαλμένες από το 1960.
Μήπως τα εξωραίζω όλα;
Στο booze συνειδητοποιώ πόσο ωραίοι είναι οι Αθηναίοι (τίτλος που αναφέρεται σε όποιον είδα στην Αθήνα, δεν έψαξα και πού μένει ο καθένας) και ότι κανείς δεν σταμάτησε να καπνίζει. Ο λαιμός μου διαφωνεί πρακτικά με αυτό αλλά από το βράδυ αυτό θα μείνει ένα ποτ πουρί με Cure, James, Big in Japan και Ντίσκο Τσουτσούνι, και μια ντουντούκα στο μπαρ να λέει για έναν παλιατζή. Η κοπελιά μας κερνάει σφηνάκια όχι γιατί έχουμε κάνει κανά σοβαρό λογαριασμό αλλά γιατί έχουμε τόση χαρά με τη Χ. που είμαστε πάλι μαζί που έχουμε όσο κέφι έχει το υπόλοιπο μαγαζί μαζί.
Μετά πίνουμε τεκίλες με υπόκρουση (σουρεαλιστική) τον Ζακ Στεφάνου και την Ανδριάννα Μπάμπαλη. Ακούγεται αλλιώς αυτό το βράδυ. Στο επόμενο μαγαζί ζητάμε το copa cabana γιατί μας θυμίζει ένα απόγευμα στην Potzdamer Platz αλλά δεν μας το βάζουν. τουλάχιστον έμαθα ότι είμαι καλό κοπέλι.
Στο επόμενο μαγαζί συμβαίνουν διάφορα που δεν μπορώ να εξηγήσω. Με χαιρετά κόσμος που μάλλον έχω γνωρίσει πρόσφατα, ένας μου βγάζει τη τσάντα και την κρεμάει πιο δίπλα για να μη με κουράζει, είμαι ανάμεσα σε αλλους δύο που φαινομενικά είναι μόνοι τους στο μπαρ.
Έτσι πάει 7 το πρωί και τρώμε τυρόπιτα για να αντέξουμε το αλκοόλ.
την άλλη μέρα, ή μάλλον λίγες ώρες μετά είμαι στο ΚΤΕΛ. Δεν είμαι σίγουρος τι να πω όταν βλέπω τις εγκαταστάσεις αλλά περνάω τις υπόλοιπες ώρες του ταξιδιού διαβάζοντας εφημερίδες. τα άρθρα είναι επώδυνα, διαβάζω για την χώρα, για την Αθήνα, για μια γενική κατάντια, για ένας μιζεραμπιλισμό. Κάπως πιο νηφάλιος πια, τα νέα είναι σαν χτυπήματα.
Σταματάω για λίγο και ακούγοντας the irrepressibles βλέπω τη θάλασσα στα αριστερά μου. ο ήλιος πέφτει πάνω της και λάμπει και έτσι ξεχνιέμαι. είναι τόσο όμορφα όλα, η θάλασσα, κάτι νησάκια στο βάθος, η μεσογειακή βλάστηση, οι ελιές.
Τα περισσότερα από αυτά τα έγραψα σε ένα χαρτί, είχα καιρό να το κάνω. πέρσι έγραφα συνέχεια, χωρίς λόγο, όπως αποδείχτηκε. είναι ωραία να μην έχεις ούτε delete ούτε backspace, μόνο μουντζούρες.
Στο πατρικό μου πια, κοιτάω τα βιβλία που άφησα πίσω, βρήκα διάφορα της Τριανταφύλλου, κάτι γάλλους ποιητές, βιβλία αγορασμένα από αυτοσχέδια παζάρια στην Αμοργό, κάτι συλλογές του Ελύτη, λέιπει μία- την έδωσα κάποτε και δεν την πήρα ποτέ πίσω παρά την αθετημένη υπόσχεση- αλλά τι να κάνεις. Βρίσκω τα άπαντα της Δημουλά, διαβάζω την Εφηβεία της Λήθης και θυμάμαι τη πρώτη φορά που τη διάβασα, το 1994 σε ένα πατάρι ένος μικρού βιβλιοπωλείου.
'.. θέλανε τα κλάμματα να πάνε πίσω στην Αθήνα με τα πόδια.'. Και δεν ήταν μόνο τα κλάμματα.
Η Αθήνα παραμένει σαν τη μεγάλη αγάπη που δεν μπορεί να ευοδώσει λόγω εξωγενών συνθηκών αλλά τουλάχιστον παραμένει μακράν ο πιο ειλικρινής μου έρωτας.
τραγούδια των ημερών:
the irrepressibles- in this shirt
kim wilde- cambodia- για ένα βράδυ, κάπου κοντά στη Συγγρού.