Sunday, 30 October 2011

7 things about me

Οι βασίλης και καρλίτο με κάλεσαν σε ένα παιχνίδι/μού έδωσαν ένα βραβείο και πρέπει να γράψω 7 πράγματα για εμένα:

1. Δεν έχω πάει ποτέ σε αποκριάτικο πάρτυ

2. Είχα ερωτευτεί τον καλύτερό μου φίλο στο φροντιστήριο (πόσο πιο κλισέ μπορεί να γίνω;)

3. Λατρεύω το ποδήλατό μου

4. Μού λείπει η Αθήνα του 2006

5. Έχω κακή σχέση με τον όρο 'οικογένεια'

6. Μισώ τις Κυριακές (και ξημερώνει μία)

7. Στη νεότητά μου είχα κόλλημα με τον Brian Molko, ο οποίος με είχε ακουμπήσει σε μια συναυλία (και μερικούς άλλους αλλά δεν έχει σημασία).

Αυτά!

Friday, 28 October 2011

Road to Istanbul


Στο αεροδρόμιο της Πόλης (ας μού επιτραπεί να τη λέω έτσι) νοιώθω για πρώτη φορά ότι είμαι εκτός ΕΕ μιας και πρέπει να περιμένω στην ουρά για τις άλλες εθνικότητες για να μού ελέγξουν το διαβατήριο. Στην έξοδο παίρνω το λεωφορείο για το κέντρο το οποίο κολλάει δύο ώρες σε μια απίστευτη κίνηση αλλά κάποια στιγμή περνάει πάνω από τον Κεράτιο και δεξιά βλέπω για πρώτη φορά την Αγία Σοφία, φωτισμένη. Δεν το πιστεύω ότι είμαι πραγματικά στη πόλη.

Η πρώτη προσπάθεια να βρω το δρόμο για το ξενοδοχείο αποτυγχάνει και με την Α καθόμαστε στην Ταξίμ, κάτω, πιστεύοντας ότι δεν θα βρούμε ποτέ τον δρόμο. Τον βρίσκουμε όταν ένας τούρκος μας βλέπει σε κάτι σοκάκια, προφανώς χαμένους και προφανώς από άλλη χώρα και βλέπει τη διεύθυνση και μας πάει μέχρι την πόρτα του. όπως θα βλέπαμε τις άλλες μέρες αγγλικά δεν πολυμιλάνε οπότε χρησιμοποιούμε κυρίως την νοηματική (και την ελληνική αφού πολλοί την μιλούν).

Συναντάμε την Χ αφού ήλθε με άλλη πτήση, από άλλο μέρος της Ευρώπης και αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι ειμαστε πάλι όλοι μαζί και μάλιστα στην Πόλη (λόγω πιθανής σχέσης, θα ήθελα να συνεχίζω να τη λέω έτσι, ευχαριστώ). Στο δρόμο του ξενοδοχείου μας βλέπω παιδάκια να παίζουν στο δρόμο, γυναίκες να απλώνουν ρούχα σε σχοινιά στον δρόμο και παραδοσιακά καφενεία όπου μόνο οι αντρες μπορούν να μπουν.

Την άλλη μέρα περπατώντας φτάνουμε στον Κεράτιο με τους ψαράδες να έχουν καταλάβει τις δύο γέφυρέ του. Στις ακτές του πουλάνε ψάρια ή τα ψήνουν επί τόπου και φτιάχνουν σαντουιτς. Στο δρόμο η Πόλη μυρίζει υπέροχα, μυρωδιές που θυμάμαι από όταν ήμουν παιδί, και έκανα διακοπές στην ελληνική ύπαιθρο.

Στην Αιγυπτιακή αγορά βρίσκουμε εμπόρους που μάς μιλούν ελληνικά και μάς λένε πόσο καλοί άνθρωποι είμαστε. Τόσες μέρες είχαμε την εντύπωση ότι οι Τούρκοι έχουν ξεπεράσει αυτά τα θέματα που έχουμε εμεις μαζί του και χαίρονται όταν πηγαίνουμε εκεί. Στην ίδια αγορά βρίσκω σουντζουκάκια με μούστο και καρύδια που έφτιαχνε η γιαγιά μου κάθε Σεπτέμβρη όταν ήμουν παιδί και είχα να φάω κάτι τέτοιο από τότε. Θυμάμαι ακόμη το ύφος ηλίθιας χαράς που πήρα όταν το βρήκα μετά από 16 χρόνια.

Στην Αγία Σοφία ανυπομονούσα να μπω, από το σχολείο, όχι ότι ένοιωσα πότέ κάτι θρησκευτικό αλλά ήθελα να τη δω για πολιτιστικούς λόγους. Στον παλιό Ιππόδρομο που έψαχνα μετά μανίας να εντοπίσω βλέπω επιτέλους τη στήλη με τα ερπετά που ήταν κάποτε στους Δελφούς.

Τη νύχτα πόλη αλλάζει και γίνεται μια πανέμορφη πρωτεύουσα με πολύ κόσμο έξω, δυνατή μουσική η οποία ακούγεται μαζι με τον ιμάμη που καλέι τον κόσμο σε προσευχή. Έχει κάτι ευχάριστο αυτό, και παράξενο ταυτόχρονα. Στο 360 πίνουμε κρασί με θέα τον Βόσπορο σε ένα μπαρ που στην Αθήνα μάλλον θα έιχε γίνει 'δήθεν' ενώ σε μικρά σοκάκια βρίσκουμε όμορφα μαγαζιά, καλό φαγητό, γατιά παντού, ακόμη και ένα στένσιλ με τη μορφή του Α Γρηγορόπουλου και μια λέξη στα τουρκικά.

Τις περισσότερες φορές ο δρόμος μάς βγάζει στον Βόσπορο, είναι παράξενη η αίσθηση ιστορίας που σού δίνει αυτή η λωρίδα θάλασσας. Διασχίζοντάς την φτάνουμε στην ασιατική πλευρά η οποία είναι πιο παραδοσιακή και λιγότερο κοσμοπολίτικη από την ευρωπαική. Με τη χαρά των ανθρώπων που πατάνε για πρώτη φορά σε ασιατικό έδαφος, χανόμαστε και βρίσκουμε μια αγορά με φαγητό και αντίκες. Ανακαλύπτω ένα είδος χαλβά που έφτιαχνε η προαναφερθείσα γιαγιά μου αλλά που κανένα από τα παιδιά ή τα εγγόνια της δεν έμαθε να φτιάχνει. Κάποια στιγμή νοιώθω λες και μεγάλωσα με τούρκικο φαγητό αλλά φαντάζομαι αυτό είναι αναμενόμενο.

Νομίζω γυρνάμε με ανακούφιση στην άλλη πλευρά και κάνουμε βόλτα στα βιβλιοπωλεία και τις αντικερί. Ανακαλύπτουμε παλιά βινυλια, δίσκους της Καραίνδρου, από κάπου ακούγεται η μουσική από τον Μελισσοκόμο, από κάπου αλλού η μελωδία από τη Ξενιτιά της Αρβανιτάκη, και όλα ταιριάζουν απόλυτα με την Ιστικλάλ, έναν κεντρικό πεζόδρομο της πόλης, στον οποίο ακούς ελληνικά ορχηστρικά τραγούδια, τον ιμάμη αλλά και μοντέρνα αγγλόφωνα ή τουρκικά που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι τα τραγούδια που ακούγονται στα μπουζούκια. Φαγητό, μουσική, συνήθειες και νοοτροπία, φυσιογνωμία, πολλές ομοιότητες με τους κατοίκους μιας πόλης οι οποίοι μάς φάνηκαν ευγενικοί χωρίς υποκρισία και έτοιμοι να δεχτούν την παράδοσή τους με τις επιρροές της νέας τάξης.

Το τελευταίο βράδυ το παιρνάμε τρώγοντας κάστανα και δοκιμάζοντας τούρκικο κρασί και την άλλη μέρα γυρνάω στο Λονδίνο με λιγότερη χαρά από όση συνήθως και ελπίζω να επιστρέψω να δω και να μυρίσω όσα δεν πρόλαβα.

Wednesday, 12 October 2011

Ημερολόγιο Καταστρώματος


Πώς να χωρέσεις το καλοκαίρι (και λίγο φθινόπωρο) σε ένα ποστ; πώς να δικαιολογήσεις μια απουσία όταν κάθομαι τόσα βράδυα να γράψω και δεν έχω τίποτα να πω. Έχω δηλαδή αλλά δεν ξέρω πώς να τα γράψω.

Ας έχει. Ας ξεκινήσω από εκεί που το άφησα:
Κατάστρωμα Α': Αύγουστος: Λόγω διδασκαλίας έχω δουλειά περισσότερη από ό,τι θα έπρεπε να έχω έναν Αύγουστο. Κάθομαι και διορθώνω γραπτά στο μπαλκόνι του Εθνικού θεάτρου στο South Bank, δίπλα σε κάτι ψηλά φυτά που μού θυμίζουν αυτά τα φυτά που μεγαλώνουν σε ελληνικές παραλίες, δίπλα στην άμμο. Κοιτάζω τα λεωφορεία να διασχίζουν τη γέφυρα, το ποτάμι κινείται, νομίζω ότι είμαι με τις σαγιονάρες μου και βουτάω τα πόδια μου στο νερό.

Κατάστρωμα Β': Σεπτέμβριος: φτάνω στο αεροδρόμιο μετά από μια τρελλή εβδομάδα όπου γυρνούσα από πόλη σε πόλη και από σπίτι σε σπίτι. Κάθομαι στο σαλόνι της αεροπορικής εταιρείας και διαβάζω το Freedom του Franzen τρώγοντας βουτήμα και πίνοντας τσάι. Δεν μπορώ να αφήσω το βιβλίο και συνειδητοποιώ ότι έχω ένα θέμα με τις γυναίκες στα βιβλία του Franzen. ή και γενικά.

Φτάνω στην Αθήνα πια στις 3, μια γρήγορη βόλτα στο κέντρο και είναι όλα όπως τα άφησα αλλά δεν έχω θέση πουθενά. Στον γάμο της κολλητής μου, στη πόλη που γεννηθήκαμε, δύο μέρες μετά, τη κοιτάω με το νυφικό και είναι σαν να βλέπω το ίδιο κοριτσάκι που είδα κάποτε στο διπλανό θρανίο. Κάποια στιγμή παίζει το pop corn των marsheaux και χαίρομαι, νομίζω ότι για λίγο αρχίζω να χορεύω χαρούμενος, τίποτα άλλο δεν με νοιάζει, σταματάει απότομα και ένα παιδάκι έρχεται δίπλα μου και μού λέει 'δεν πειράζει, θα βάλει κι άλλα'.

Στη Σύρο δεν πιστεύω ότι βλέπω και πάλι θάλασσα, το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να βρω μια αποβάθρα και να κάτσω να βουτήξω τα πόδια μου- η μεγαλύτερη ευτυχία του καλοκαιριού. Κάποια στιγμή ένα γατί με πλησιάζει, το ονομάζω σεσιλια, τιμής ένεκεν για μια αγάπη παλιά, κάθεται λίγο πάνω μου, τρώει και μετά φεύγει χωρίς να πει ένα γεια.

Στην Αθήνα και πάλι σε ένα μπαρ κοιτάω την Ακρόπολη και περπατώντας στο Θησείο προς Μακρυγιάννη περνώ από ένα εφηβικό μπαρ που γνώρισα τον Π (φαντάζει τόσο παλιά ιστορία που νομίζω ότι πρέπει να δώσω όνομα στην εποχή, κάτι σαν τη λιλά μου περίοδο). Περνάω από ένα πεζουλάκι, και σκέφτομαι πόσο με πείραξε που δεν είδα κάποιον εκεί.

Στο αεροδρόμιο μια Κυριακή επιστρέφω, ζω το σουρεάλ της ελληνίδας μάνας που πάει να συναντήσει τον γιο της στη ξενιτιά και βρίσκει άλλον έλληνα και χαίρεται. Πριν από λίγο είχα απόχαιρετήσει τη Ρ και μόνο τα κλάμματα που δεν βάλαμε στο αεροδρόμιο. Φτάνω σπίτι και είναι ωραία.

Κατάστρωμα Γ: Στο μπαλκόνι του Royal Festival Hall τον οκτώβριο με 26 βαθμούς χαιρόμαστε ό,τι καλοκαίρι έχουμε ακόμη και δεν το πιστεύουμε. Από μέσα ακούγεται η 8η του Μάλερ και το φεγγάρι κρύβεται ανάμεσα στις κάψουλες του London Eye.

H τελευταία Κυριακή του καλοκαιριού τον Οκτώβριο κλείνει στο Hampstead Heath, στο γρασίδι, με καλή παρέα και μετά σε ένα cabaret με gay bingo με απόλυτο θέαμα ένα περιστέρι σε roller skate να τραγουδάει bananarama.

τραγούδι της νύχτας: third eye foundation- la dispute

Sunday, 31 July 2011

Περιπέτειες στη Λονδινούπολη #whatever

Πρώτες μέρες μετά τις Βρυξέλλες για μένα, πρώτες μέρες του Κ. μετά το San Fransisco και έχει συννεφιά, βροχή και κρύο για 4 μέρες συνεχόμενα. Καθόμαστε σε κάτι πράσινες καρέκλες σε έναν παράδρομο του Covent Garden να μην μας πιάνει η τουριστίλα και γκρινιάζουμε γιατί θέλουμε να φύγουμε. Κάποια στιγμή μού λέει ότι έχω ντυθεί σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο, κοιτάω την αντανάκλασή μου στη τζαμαρία πιο δίπλα, το γαλλικό μου πουλόβερ μοιάζει όντως κάπως χριστουγεννιάτικο, και σε συνδυασμό με το τσάι και τα βουτηματα και τις κινήσεις μου, νοιώθω κάτι μεταξύ παππού και Κέρμιτ στα χριστουγεννιάτικα επεισόδια του muppet show.

Σε μια pub μια άλλη μέρα έχουμε βγει για να αποχαιρετίσουμε μια συνάδελφο. Κάθομαι και ακούω διάφορες θεωρίες σχετικά με το γιατί η Ελλάδα είναι όπως είναι, νομίζω ότι έχω κουραστεί με αυτή τη συμεριφορά, κάθομαι και πίνω το κρασί μου σιγά-σιγά, στο μυαλό μου σιγοτραγουδώ το army of me, μια κοπέλα απέναντι με κοιτά βαριεστημένα, είναι ανάμεσα σε μια παρέα τραπεζιτών, νοιώθω ότι είμαστε kindred spirits. Μού ρίχνει μια ματιά ακόμη, αφήνω το ποτήρι μου και λέω σε όλους ότι πρέπει να φύγω. Στο δρόμο μπαίνω σε έναν κήπο για να περπατήσω ως το μετρό, έχει δροσία, το ποτάμι μοιάζει γκρίζο όπως και όλη η μέρα, στο μετρό οι πράσινες θέσεις είναι μια ευχάριστη αλλαγή.

Καλοκαίρι για 2 ολόκληρες μέρες και η βόλτα με έβγαλε στη πλευρά του Τάμεση που βρέχει το δικό μου κομμάτι της πόλης. Παιδάκια παίζουν ποδόσφαιρο με μπαμπάδες, εμείς περπατάμε με strawberry cider στο χέρι και ψάθινα καπέλα και σκέφτομαι ότι μόνο ένα παρασόλ μου λείπει. Σε ένα παγκάκι πιο πέρα, σε ένα φυσικό μπαλκόνι βλέπω τον Τάμεση, κάτι βαρκούλες, ένα πλοίο, έναν κατακόκκινο κωπηλάτη, έναν που κάνει καγιάκ όρθιος και στοιχηματίζουμε πόσο θα αντέξει πριν πέσει. τελικά το χάνουμε και οι δύο το στοίχημα. Σε μια άλλη pub καθόμαστε σε έναν κήπο βάζοντας στοίχημα με τον R ποιος είχε πιο τραυματική παιδική ηλικία. όταν του λέω ότι γεννήθηκα από σπασμένο προφυλακτικό κερδίζω και παίρνω το έπαθλο που ήθελα. Κάποια στιγμή, είμαστε εμείς και 4 παρέες, ξεκάθαρα όλοι μεθυσμένοι και εμείς σε έναν καναπέ να μετράμε πόσες ωρες πέρασαν και πόσοι στέκονται ακόμη. Μια γυναίκα εκείνη την ώρα πέφτει από το σκαμπό της, διπλά της το σκυλί της, ατάραχο, την κοιτά σαν να το περίμενε. Κοιτάει από εδώ και από εκεί, θα ορκιζόμουν ότι αν μπορούσε θα ξεφυσούσε, θα έλεγε ένα 'όχι πάλι, με τη τρελλή θα πάω σπίτι' και θα έφευγε με τη μουσική του Σνούπι στο βάθος.

Monday, 18 July 2011

A chez Maman

Πάλι στις Βρυξέλλες για λίγες μέρες, έτσι, γιατί κάτι λείπει και πάντα ένα ταξίδι με το τρένο φαίνεται να τα φτιάχνει όλα.

Στο δρόμο καταλαβαίνω ότι αλλάζουμε χώρα, όπως πάντα, από τα μηνύματα στο κινητό μου που με ειδοποιούν για τη περιαγωγή. Το πρώτο βράδυ περνάμε την ώρα μας, ομολογουμένως πολύ ταιριαστά, στη Place de Londres σε ένα μπαρ με το όνομα London Calling με ισπανούς, μια παράξενη αγγλίδα και έναν ιρλανδό με μια βεντάλια. Κάνει ζέστη και είναι από τα καλά της πόλης ότι γυρνάμε από τα αγγλικά στα γαλλικά με μερικές στάσεις στα γερμανικά και στον γυρισμό έχουμε ελληνικά.

Για κάποιο παράξενο λόγο, κάθε ταξίδι πρέπει να με βγάλει σε μια φωλιά ελλήνων, όσο και να γκρινιάζω για να φύγω. Παρατηρώ το κενό γνώσης στις μουσικές εξελίξεις που συζητούν και την φράση-πασπαρτού 'η μαμά μου το έφτιαξε κι εγώ το έψησα' και αναρωτιέμαι 1. γιατί εγώ έχω χάσει την επαφή και 2. πώς γίνεται και ακόμη μαγειρεύει η 'μαμά';

Όταν φεύγουμε φτάνουμε σε έναν χώρο που μοιάζει κάποιος πιο οικείος. Μπαίνουμε και παίζει ABBA, αναντίρρητα καλό σημάδι. Απόψε έχει drag show, εξαιρετικό κέφι και διάφορες ετερόκλητες προσωπικότητες. Ωστόσο, σημασία έχει ότι δεν είδα κανέναν που να μην δείχνει ευτυχισμένος, έστω και για εκείνο το βράδυ, έστω και για όσο ήταν εκεί, και ακόμη κι αυτό ήταν μεγάλο πράγμα. Μπάινοντας, μού ήλθε στο μυαλό ένας στίχος από τη Μαρία Νεφέλη, του Ελύτη:

"Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε. Κοιτάζαμε κι οι δύο την ίδια πέτρα. Κοιταζόμασταν μέσ'απ'τη πέτρα."

Νομίζω αυτή η συλλογή, η πιο δυσνόητη που θυμάμαι, είναι η μόνη που μπορεί να εκφράσει την ομορφιά και ταυτόχρονα το απροσδόκητο των όσων συνέβησαν εκείνη τη νύχτα σε ένα μικρό μαγαζί, σε έναν παράδρομο της ιστορικής πόλης των Βρυξελλών. όταν έκλεισε, μετά τις 5 το πρωί, περπατάμε μερικά τετράγωνα, οι δρόμοι μας χωρίζουν λόγω της γεωγραφίας της πόλης και άλλων θεμάτων, και πηγαίνω βόρεια, περπατώντας προς το σπίτι comme un Brusselois. Είναι χάρμα να ξέρεις να γυρνάς σε μια πόλη όταν δεν μένεις εκεί.

Την άλλη μέρα μπόρες μας βρίσκουν σε διαφορετικά σημεία της πόλης και είναι καλή ευκαιρία να μοιραστείς μια ομπρέλλα, ένα ενοχικό βλέμμα, ένα μάφιν και μια ερώτηση "et maintenant, quoi?"

Στο Botanique είμαι σε ένα διαμέρισμα με θέα μια εκκλησία και το ανατολικό τμήμα της πόλης ενώ η βροχή πέφτει ασταμάτητα. Από κάτω περνάει το τραμ, ένα μικροσκοπικό βαγόνι φτιαγμένο για χόμπιτ περισσότερο παρά για ανθρώπους αλλά κι αυτό λίγη σημασία έχει όταν γυρνάω προς τον διάδρομο του διαμερίσματος. Για να πάω στη Flagey αφήνω την τουριστική λύση του ταξί και παίρνω μετρό και αστικό λεωφορείο. Στο πρώτο παίζει Brahms επικρατεί μια απίστευτη ησυχία. Στη πλατεία είμαστε έξω παρά το κρύο σε μια μάλλον παρεξηγημένη πόλη.

ήλιο δεν έχει ούτε την άλλη μέρα που ετοιμάζομαι να πάω για μεσημεριανό στη Place de Luxembourg. Με πιάνω να νοιώθω σαν 15χρονο σχολιαρόπαιδο ενώ η ώρα δεν λέει να περάσει. Στη Schumann πρέπει να πω γεια, και πάλι η ερώτηση "et maintenant, quoi?" και τι να απαντήσεις; Περπατάω στο Parc Leopold, κοντά στη λίμνη, σκέφτομαι μια υπόσχεση σχετικά με τους σκίουρους του Λονδίνου και νομίζω ότι το μάτι μου υγραίνει. Τότε συναντώ τον Β και πηγαίνουμε στην αγορά και ξεχνιόμαστε.

Στο τρένο του γυρισμού είναι από εκείνες τις φορές που δεν ξέρω αν θέλω να γυρίσω στο Λονδίνο. Μάλλον ξέρω ότι δεν θέλω και μερικές ώρες μετά, αν και με πιάνω να χαμογελώ όταν βλέπω τον BT Tower από το παράθυρό μου στο τρένο, όταν γυρνάω το κλειδί στη πόρτα μου δεν είναι το ίδιο όπως τις άλλες φορές.

τραγούδι της νύχτας- Bjork- Violently happy


Sunday, 10 July 2011

Περιπέτειες στη Λονδινούπολη #1388


Θυμάμαι ένα απόγευμα δίπλα στο ποτάμι, περπατούσαμε για να πάρουμε τα ποδήλατά μας και στο βάθος ακούω κάτι γνώριμο. Ήταν ελληνικά και, παρά το ότι δεν είμαστε και λίγοι εδώ, είναι παράξενο να ακούω ελληνικό τραγούδι σε ένα κομμάτι του Λονδίνου που δεν θα μπορούσε να θυμίζει τίποτα άλλο (ο Τάμεσης ήταν στα δεξιά μας, το Κοινοβούλιο πίσω μας). Το φανάρι ήταν κόκκινο και τότε κατάλαβα τι ακούγαμε: ήταν Πρωτοψάλτη, ένα τραγούδι για τη Χαβάη. Ερχόταν από ένα ασημί πολυμορφικό, με μουσική όσο πιο δυνατά γινεται, με οδηγό που σε μεταφέρει αμέσως στη Κηφισίας: χέρι να κρέμεται έξω από το παράθυρο, καφές με καλαμάκι, κανένας σεβασμός σε όσους δεν θέλουν να ακούσουν τη μουσική σου.

Κάθομαι αποσβολωμένος και τον κοιτάω, ίσως φταίει ο ελιτιστής που κρύβω μέσα μου, ίσως το ότι ποτέ δεν κατάλαβα αυτό το κομμάτι της νεοελληνικής κουλτούρας, ίσως το ότι κατά βάθος είμαι αθεράπευτα σνομπ.

*****
Στην έκθεση του Somerset House με τον Κ. κάνουμε σαν παιδιά σε βιτρίνα ζαχαροπλαστείου, αλλά όχι για τους λόγους που θα έπρεπε. Έχει γέλιο να κάνεις σαν να είσαι 20 πάλι. Βοηθάει το ότι αμέσως μπορείς να γυρίσεις στην ασφάλεια (;) του να είσαι 30. Ή λίγο πριν.

*****

Σε ένα πεζοδρόμιο με τον Τάμεση να λάμπει από το φως της πόλης βλέπεις τη φυσική εξέλικη ενός ραντεβού ενώ το μετρό ετοιμάζεται να κλείσει και πρέπει να τρέξεις για να μη μεταμορφωθείς σε κολοκύθα. Ένα άλλο βράδυ έχει ήδη κλείσει και παίρνω το night bus για να πάω σπίτι. Κάθομαι στο βάθος και διαβάζω το βιβλίο μου ενώ κάποια στιγμή ακούω τη μουσική από ένα κλαμπ που βρίσκεται μπροστά από μια στάση του λεωφορείου και αντιλαμβάνομαι πόσο αστείος πρέπει να δείχνω όταν βλέπω το βλέμμα ενός αγοριού που περιμένει στην ουρά για να μπει στο κλαμπ να με κοιτάει: φοράω καρώ πουκάμισο με ζακετάκι, τα γυαλιά μου, διαβάζω ένα βιβλίο ενώ κρατάω μια ομπρέλλα, με ξύλινη λαβή.

Αρχίζω να πιστεύω ότι πλησιάζω τα 40 και δεν το έχω καταλάβει όταν την επόμενη ακριβώς μέρα, φροντίζω τη ντοματιά μου, και κάθομαι στη πολυθρόνα μου, διαβάζοντας το ίδιο βιβλίο και ακούγοντας classic fm. Αν δεν κάνει κάτι αυτή η ντοματιά αποφάσισα ότι θα αγοράσω ντοματίνια από το σουπερ μάρκετ και θα τα κολλήσω στο γλαστράκι με σελοτέιπ.

Εν τω μεταξύ λέω να συμφιλιωθώ με το ότι κάποια στιγμή η βιολογική μου ηλικία ίσως συμφωνήσει με την πραγματική.

*****
Στο ίδιο night bus παρατηρώ τον κόσμο που μπαίνει και νομίζω μετά από τόσα χρόνια στο Λονδίνο είναι σχετικά εύκολο να καταλάβεις που θα κατέβει ο καθένας, ειδικά όταν η διαδρομή περνάει από τόσο διαφορετικά σημεία της πόλης. Θυμάμαι μια συζήτηση που είχα νωρίτερα σε ένα μπαρ και συνειδητοποιώ πόσο μάς χωρίζουν τα postcodes σε αυτή τη πόλη.

*****

Είναι Κυριακή, έχει ένω περίεργα φωτεινό φεγγάρι και χαζεύοντας σε μπλογκ βλέπω μια φωτογραφία της Αθήνας. Συνειδητοποιώ πόσο μου λείπει αν και δεν νομίζω ότι είναι ακόμη η πόλη που άφησα. Σχεδόν το ξέρω, επειδή όποτε έρχομαι είναι τόσο διαφορετική. Με πιάνω να την υπερασπίζομαι σε μια συζήτηση όταν κάποιος τολμάει να τη πει άσχημη. Τον Σεπτέμβριο πάλι.

τραγούδι της νύχτας- cocteau twins- frou-frou foxes in mid-summer fires

Sunday, 26 June 2011

Περιπέτειες στη Λονδινούπολη #1381


Μόλις είδα το Atonement και για μια ακόμη φορά ήταν σαν τη πρώτη φορά. όσες φορές και να έχω δει την ταινία δεν αλλάζει το πώς είναι. Το βιβλίο επίσης, ταξίδεψε μαζί μου από την Αθήνα στη Πάτρα, πάλι πίσω και μετά Αμοργό, μετά Λονδίνο, Παρίσι και πάλι Λονδίνο, με ένα τρένο, σε ένα τραπέζι, με θέα τη γαλλική εξοχή, άλλαξε χέρια δύο φορές και τώρα στέκει στη βιβλιοθήκη πάνω από το κρεββάτι μου, με τις χειρόγραφες αφιερώσεις ακόμη, ανεξίτηλες, μία για κάθε φορά που άλλαξε χέρια, μία στην πρώτη σελίδα, μία στην τελευταία.

Ένα μεσημέρι, στο lunch break, έχει ήλιο και 15 βαθμούς, πράγμα σπάνιο εκείνες τις μέρες. Κάθομαι σε ένα παγκάκι στο Southbank, πάνω στην άμμο που έχουν βάλει για το καλοκαίρι, ντυμένος κάτι μεταξύ preppy και Άγγλου στο Brighton του 1960 και διαβάζω ένα βιβλίο ενώ κάτι χαρτιά πετούν μπροστά μου, γυρνάω και κοιτάω προς τη μεριά που ήλθαν. Νοιώθω σαν να είμαι μέσα στον θανατο στη Βενετία. όχι τόσο στο βιβλίο, όσο στη ταινία.

Μια ακόμη επέτειος γέννησης πέρασε, αυτή τη φορά χωρίς τη ψευδαίσθηση κάποιας προστιθέμενης σοφίας. Οι εορτασμοί έγιναν, δεόντως νομίζω, στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, με απολιθώματα, βροχή ασταμάτητη, και φαγητό στο Jak's, σε ένα βράδυ που κανείς δεν περίμενε να είναι τόσο ωραίο. Στο τέλος, είμαστε μόνο εμείς, οι καρέκλες όλες γυρισμένες πάνω στα τραπέζια, ίχνη από κρασί στο τραπέζι, 12 το βράδυ στη Λονδινούπολη.

Η χαρά του να σκίζεις τις σελίδες των βιβλίων του ΙΚΑΡΟΥ πολλαπλασιάζεται όταν βλέπω το πιο όμορφο και συνάμα σημαίνον δώρο που έχω λάβει ποτέ. Ναι, πιο πολύ και από τον χαλβά με κεράκι σε μια παραλία της Αμοργού.

Ένα καλοκαιρινό μεσημέρι περπατάμε και μυρίζω κλεφτά τις λεβάντες απέναντι από την Tate Modern. Απέναντι φτάνουμε στη Tower Bridge, στο δρόμο διάφορα αναπάντεχα που μόνο στο Λονδίνο μπορούν να συμβούν, ο κόσμος είναι παράξενος. Κι εγώ παραείμαι άφραγκος για να το καταλάβω.

Ένα παλλικάρι είναι στις όχθες του ποταμού, με μια ξαπλώστρα, μια μπύρα, μια κιθάρα και παίζει μουσική στο πλήθος που τον παρακολουθεί από ψηλά. Είναι παράξενο, δεν τραγουδάει ακριβώς, αλλά κάτι έχει και νοιώθω σαν να είμαι σε ταινία του Wenders.

Κάτι συμβαίνει τελευταία και θέλω να είμαι συνέχεια σε ταινίες ή βιβλία. Κάποτε έγραψα ένα ποίημα για έναν πίνακα της Tate Britain, τώρα θέλω να γράψω ένα βιβλίο για το πώς είναι να ζεις σε έναν πίνακα, ή σε ένα πλάνο μιας ταινίας.

Αναρωτιέμαι αν ποτέ θα τελειώσω τα άλλα δύο βιβλία που ξεκίνησα να γράφω.

Στο θέατρο, η Kristin Scott Thomas με κάνει να καταλαβαίνω τι παθαίνω κάθε φορά που βλέπω ταινία της.

Πάλι κοιμάμαι με παράθυρο ανοιχτό, καιρός ήταν, αν και προσπαθώ να βρω την μαθηματική πιθανότητα της σύγκλισης της πραγματικότητας με αυτό που έχω στο μυαλό μου από την ώρα που μπήκα στο μετρό στη Tower Bridge.

τραγούδι της ημέρας- All is full of love- Βjork

Tuesday, 24 May 2011

Bicameral Heirlooms


15 εικόνες από μια Λονδρέζικη άνοιξη

1. να ακούς fever ray χορεύοντας σε έναν παλιό σταύλο

2. η ξαφνική συνειδητοποίηση ότι το εξωφρενικά γοητευτικό αγόρι με το καρώ πουκάμισο στο μετρό είναι με αμφεταμίνες και μπύρα αλλά ακόμη ευγενικό όταν σε ρωτάει πώς να πάει στο Camden- βρισκόμενος κάτω από μια ταμπέλα που λέει, ξεκάθαρα, Camden Town.

3. η βροχή, αυτό το όμορφα βρεταννικό drizzle που πέφτει εκεί που δεν το περιμένεις για λίγα λεπτά και όλα είναι βρεγμένα σαν το Λονδίνο που σού έμαθε η pop culture.

4. να ακούς το be the one του Moby περιμένοντας τον ίδιο τον Moby.

5. να μην βλέπεις τον Moby γιατί το τελευταίο μετρό φεύγει.

6. ο ήχος ενός ταξί που πλησιάζει το σπίτι σου στις 3 το πρωί σε μια άδεια γειτονιά. Και μετά τα γρήγορα βήματα στη σκάλα, το κλειδί στη πόρτα, και ένα γνώριμο πρόσωπο. Ένα thank you στον οδηγό και μετά τσιμπιέσαι.

7. στο Barbican έχει κάτι από 1960, ίσως τα χρώματα, ίσως η μοκέτα. Μια παράσταση σαν show του MacQueen, μια ηθοποιός μάς βγάζει φωτογραφίες και ακολουθεί μια μια υπέροχη παράσταση.

8. Στο ανοιχτό θέατρο στο Regent's Park βλέπουμε μια παράσταση από ένα βίβλιο που όταν το διάβασα στα 14 με έκανε να αμφισβητώ την ανθρώπινη φύση. Τα φύλλα στα δέντρα έκαναν έναν υπέροχο ήχο ενώ μετά, το περπάτημα μέσα από το πάρκο και τη λίμνη του μας κάνει να συζητάμε την ομορφιά του να μένεις στο Λονδίνο και να το ξέρεις σας σπίτι σου.

9. κάτι τυχαίες στιγμές όπου συνειδητοποιείς ότι με τους φίλους σου είσαι τόσο κοντά ώστε λέτε τα ίδια πράγματα ταυτόχρονα χωρίς να ξέρετε γιατί.

10. ένα πρωί στο Βρεταννικό Μουσείο, τα μάρμαρα του Παρθενώνα, κάτι μούμιες και άλλα εκθέματα που βρίσκονται σε ανοιχτό διάλογο με το Βερολίνο, γνωστό και ως ταξίδι ζωής.

11. το Shard από κοντά.

12. ένας περίπατος στη Tate Modern και μια ερωτική εξομολόγηση στο, πιθανότατα, πιο όμορφο κτήριο του Λονδίνου.

13. Ο πορτοκαλί ήλιος στο σούρουπο στη Millennium Bridge την ώρα που φυσάει και μυρίζει το νερό και όλα αυτά να θυμίζουν Σίφνο (!).

14. να γυρνάς σπίτι και να είναι χάραμα.

15. ένα βράδυ στο Shoreditch με απρόσμενα επιτυχημένο outfit, απροσδόκητα πολλούς έλληνες στο δρόμο, μια οθόνη να παίζει το pulp fiction, κρανία αιγοπροβάτων (!) στο φωτιστικό του πιο απαίσιου μαγαζιού που έχω δει στο Λονδίνο. Αλλά είχε fun.

τραγούδι της ημέρας- Moby- everloving

Sunday, 15 May 2011

Les amours imaginaires

Για μια ακόμη φορά στον πέμπτο όροφο του Royal Festival Hall κοιτάω το Λονδίνο και το Southbank έχει αποκτήσει άμμο, κάτι ξύλινα κιόσκα που θυμίζουν το Brighton των 60's (που εμείς δεν ζήσαμε αλλά έχουμε την pop culture), και παράξενους χυμούς φρούτων, λίγο ήλιο να μαυρίσουμε λίγο πριν αρχίσει το requiem του Mozart.

Στο δρόμο για το μετρό (που βρίσκεται μια γέφυρα μακριά) παραστρατώ για να πάω δύο στάσεις πιο κάτω στο βραδυνό Λονδίνο όπου φυσάει αλλά το ποτάμι είναι υπέροχο με το φως από τα κτήρια και τα μικρά κυματάκια και τον σουρεαλισμό που κρύβει, όπως μια (άτυχη) φάλαινα που κάποτε είχα δει να κολυμπά εκεί.

Πάνω από ένα κεικ μελιού συνειδητοποιώ ότι αυτή που πίστευα ότι είναι η τυχερή της υπόθεσης τελικά είναι πιο ευάλωτη και νοιώθω παράξενα. Με έναν προστατευτικό τρόπο.

Λίγες ώρες νωρίτερα κάθομαι στα μπροστινά τραπεζάκια του Leon και κοιτάω τον κόσμο που περνάει από το Soho. Μια γυναίκα με ένα χέρι γεμάτο τατουάζ που δείχνουν πεταλούδες μού τραβάει τη προσοχή και βλέπω ένα δαχτυλίδι MacQueen στο ίδιο χέρι και το κρανίο που δείχνει έρχεται σε μια εξαιρετική αντίθεση με τις πεταλούδες. Φεύγει και σκέφτομαι, λόγω του αέρα που μπαίνει από τα ανοιχτά παράθυρα, ότι στα τελευταία 4 χρόνια το Λονδίνο έχει αλλάξει και χαίρεται κάθε λεπτό καλού καιρού με τον οιονδήποτε τρόπο.

Σε ένα σπίτι νοτιοανατολικά μια παρέα μικραίνει με το πέρασμα των ωρών μέχρι που μένει ένας απρόσμενα οικείος αριθμός και το πρωί με βρίσκει να φωτογραφίζω συντρίμια στον δρόμο απέναντι.

Στο μετρό κοιτάζω τον άντρα που κάθεται απέναντί μου και φαίνεται να προσέχει κάθε λεπτομέρεις του βαγονιού με ένα ιδιαίτερο βλέμμα ενώ θυμάμαι κάτι ανταλλαγές ιδεών για τραγούδια μέχρι αργά και μερικά πλάνα από ένα καναδικό φιλμάκι για έναν παράξενο έρωτα, 3 ανθρώπους και μερικά από τα καλύτερα πλάνα που έχω δει.

α, και εξαιρετικό soundtrack.

Και χαμογελάω ενώ το τρένο περνάει τους σταθμούς γρήγορα.

Και οι μέρες κυλούν μέχρι το live του Moby.

τραγούδι της ημέρας: Dalida- Bang Bang
(bonus track: vive la fete- exactement)

Sunday, 1 May 2011

The Week of the Fox


Χάλασε λίγο ο καιρός και το αέρας μπαίνει κρύος το βράδυ. Είναι από εκείνες τις Κυριακές που όλο κάτι φοβάσαι. Κρατάω στα χέρια μου μια κάρτα από το πανεπιστήμιο και αναρωτιέμαι τι θα κάνω.

Καθάριζα σήμερα και βρήκα, κάτω από τη ντουλάπα, ένα δώρο που σε λίγο θα κλείσει χρόνο. Το είχα ξεχάσει εκεί κάτω, να μαζεύει σκόνη. Ούτε ξέρω γιατί μού το πήραν, ακόμη το βλέπω και διαπιστώνω ότι δεν έχει καμμια χρησιμότητα, ούτε πρακτική ούτε συναισθηματική.

Αλλά όλα αυτά δεν έχουν σημασία όταν έρχεται ένα βράδυ που το περνάς ακούγοντας βιεννέζικη μουσική, τρώγοντας ιταλικά πιτάκια σε έναν φούρνο με τρεχούμενα νερά, πίνοντας γαλλικό κρασί σε ένα υπόγειο μπαρ με αποκεφαλισμένες Barbie στο ταβάνι, ένα τεράστιο χρυσόψαρο σε μια γυάλα, τη Samantha Fox να τραγουδάει και αναμνήσεις από τα ξυραφάκια Venus.

Και έτσι ξαφνικά η ζωή στο Λονδίνο άλλαξε, τα ποδήλατα επέστρεψαν, ένας βασιλικός γάμος με έκανε να σκεφτώ πόσο παράξενος λαός είναι οι νησιώτες εδώ, ενώ έχω αρχίσει να χαίρομαι με πράγματα που δεν έχουν γίνει ακόμη.

τραγούδι της ημέρας: Τα παιδιά κάτω στον κάμπο

Monday, 25 April 2011

It's like riding a bike


Αφήνω το γραφείο νωρίς με τη γνώση ότι δεν θα χρειαστεί να ξαναπάω εκεί για 4 ημέρες. Η πόλη λάμπει από τον ήλιο και μια βόλτα που ξεκίνησε για το μετρό κατέληξε σε ένα πάρκο όπου κάποιος βούτηξε μέσα στη λίμνη για να δροσιστεί, στη Westminster Bridge, στη μη τουριστική πλευρά της πόλης, στο Vauxhall και τελικά στο Battersea Power Station με τις 4 υψικαμίνους του.

Την άλλη μέρα μετά τη κολύμβηση αποφασίζω να κάνω αυτό που έλεγα να κάνω από πέρσι το καλόκαίρι: να νοικιάσω ένα ποδήλατο και να κάνω βόλτα πρώτη φορά μετά από 14 χρόνια. Τελικά πραγματικά δεν το ξεχνάς ποτέ και σύντομα βρίσκομαι να διασχίζω τη Waterloo Bridge, όσο όμορφη και να είναι η θέα με τα πόδια, με το ποδήλατο είναι όλα ακόμη καλύτερα. Το ποτάμι είναι ήρεμο, ο κόσμος έξω χαρούμενος μέχρι που βιώνω κάτι που δεν νομίζω ότι έχω ξαναβιώσει έτσι στο Λονδίνο: αστραπές και μπουμπουνητά, μετά μια μπόρα μας πιάνει πάνω στα ποδήλατα και κάποια στιγμή μπαίνω στο μετρό μούσκεμα, καταλήγοντας στο σπίτι με πυρετό.

Κάπως έτσι μού χάλασαν τα πασχαλινά σχέδια και η ευκαιρία να περάσω ακόμη μια μέρα κάτω από τον ήλιο πίνοντας κρασί αλλά καμμια φορά σκέφτομαι ότι όλη η βόλτα, μαζί με τη βροχή στο τέλος είχε κάτι κινηματογραφικό. Δεν ξέρω τι ρόλο θα είχα, ή τι ταινία θα ήταν αλλά θέλω να ξαναπάρω ένα ποδήλατο και να γυρίσω την πόλη.


Sunday, 17 April 2011

The Chrysanthemum Gang

Ο Moby παίζει στο βάθος και η οθόνη είναι γεμάτη φωτογραφίες ενός project όπου άγνωστοι άνθρωποι φωτογραφίζονται στο δρόμο σαν να είναι οικογένειες, ζευγάρια, οτιδήποτε. Μια απίστευτη μα επίπλαστη οικειότητα βγάζει το project αλλά σε συνδυασμό με το τραγούδι που δεν λέω να σταματήσω να ακούω νοιώθω ότι είμαι σε αποβάθρα του μετρό, στην άλλη πλευρά της πόλης, σε ένα πιο rough σκηνικό, τα τρένα περνούν γρήγορα, όλα σε fast forward, τα φώτα των αυτοκινήτων στους δρόμους γύρω από το Canary Wharf είναι μόνο φωτεινές γραμμές, κόκκινες και πορτοκαλί, δεν βλέπεις πια από ποια αυτοκίνητα έρχονται, όλα πάνε γρήγορα.

Στο εξώφυλλο του be the one, που ακούγεται σαν προτροπή, σαν ευχή ακόμη, μια υπόγεια διάβαση. Μού θυμίζει το μετρό του Βερολίνου, ένα Σάββατο βράδυ, στην Alexanderplatz, με σαντουιτς αγορασμένα σε άπταιστη γερμανική και λίγη νοηματική, την πιο απίθανη ενέργεια που έχω δει σε μεγάλη πόλη στη 1 το βράδυ. Αλλά μού θυμίζει και ένα βράδυ σε ένα υπόγειο τμήμα της Συγγρού, ίσως ήταν και η Καλλιρόης, μυστήριοι δρόμοι και οι δύο, να περπατάμε στη νησίδα στη μέση και να μού βγάζεις φωτογραφίες. Στο μυαλό μου έπαιζε ένα τραγούδι από το 100th Window που σιγοψιθύριζα.

Μπαίνω σε εκείνο το μικρό βιβλιοπωλείο που επί δύο χρόνια τώρα προσπερνώ βιαστικός, κρατώντας χρυσάνθεμα. Τα αγαπάω τα χρυσάνθεμα. Στον πάγκο έχουν ένα λεύκωμα του Hopper αλλά άλλο μού τράβηξε την προσοχή- ένα λεύκωμα για την Αθήνα, με υδατογραφίες χειροποίητες και μικρά κείμενα για τα μνημεία που απεικονίζουν οι υδατογραφίες. Είναι όλες λουσμένες στο φως, σε κάνουν να πιστεύεις ότι η Αθήνα δεν έχει ποτέ γκρι, μόνο ο αττικός ήλιος υπάρχει και τίποτε άλλο δεν έχει σημασία. Πολλές φορές αυτό ισχύει στην Αθήνα αλλά κάποιες βραδυές σε μισοφωτεισμένα δρομάκια πίσω από την Παλαιά Βουλή μετρούν εξίσου.

Ένα βράδυ Τρίτης βρέθηκα στο Royal Festival Hall για ένα κονσέρτο του Mahler. Η θέα από το μπαλκόνι στον 5ο ήταν σαν καρτ-ποστάλ. Δύο από τις πιο όμορφες γέφυρες της πόλης, το Κοινοβούλιο, το Savoy, το παράθυρο του γραφείου μου, όλα μπροστά σου, με το ποτάμι στη μεση. Ποτέ δεν θα πάψω να λέω ότι θεωρώ υπέροχο το ότι ζω σε μια πόλη με ποτάμι. Κι ας μην έχει θάλασσα. Δεν θα του ταίριαζε του Λονδίνου. Τουλάχιστον όχι αυτού του Λονδίνου που εγώ αγαπάω.

Η ορχήστρα παίζει και αν και δεν έχει κάτι συγκεκριμένο να δεις, έχω γαντζωθεί από τη κουπαστή και κοιτάω τις εναλλαγές των οργάνων, το πόσο συντονισμένα χρησιμοποιούν όλοι τα χέρια τους, το πόσο θεατρική είναι μια ορχήστρα που για μία ώρα δεν έχει κουνηθεί.

Στο δρόμο για το μετρό βλέπω το Gordon's και νοιώθω απαίσια όταν πιάνω τον εαυτό μου να γελάει με τους τουρίστες που έχουν κάτσει έξω και τοφωτογραφίζουν, ή κοιτούν αυτούς που κάθονται στην αυλή και πίνουν κρασί. Καμμια φορά είναι λες και είμαστε σε μια γυάλα για να μάς κοιτούν ως σπάνιο είδος: Λονδρέζος, αυτός ο άγνωστος.

τραγούδι της ημέρας: Moby- Victoria Lucas

Sunday, 10 April 2011

Une Nuit A Fontainas

Ένα απόγευμα γυρνάω στο σπίτι και παρατηρώ ότι τα δέντρα έχουν βγάλει πάλι φύλλα. Το πάρκο δείχνει πιο πράσινο και είναι γεμάτο παρέες παιδιών, καροτσάκια, λουλούδια και σκίουρους.

Την επόμενη μέρα το ξαναδιασχίζω με το βαλιτσάκι μου, λίγες ώρες πριν πάρω το τρένο για το Βέλγιο. Το ταξίδι κρατάει όσο πρέπει να κρατούν όλα τα ταξίδια- δεν είναι ούτε τόσο κοντά ώστε να μη δεις τίποτα, ούτε τόσο μακριά ώστε να βαρεθείς. Στο δρόμο λαμβάνω τα μηνύματα ότι άλλαξα χώρα στο κινητό και έχει κάτι όμορφο η Ευρώπη όπου το μόνο που σου λέει ότι άλλαξες χώρα είναι ο παροχέας του δικτύου σου.

Στη Γαλλία ο ουρανός έχει ένα απίθανα όμορφο ροζ/πορτοκαλί χρώμα ενώ όταν φτάνω στο Βέλγιο έχει πια νυχτώσει.

Στους δρόμους τα αυτοκίνητα πάνε ανάποδα- είναι τέλεια να βρίσκομαι πάλι στην Ηπειρωτική Ευρώπη! Πηγαίνουμε από τη παλιά πόλη στη νέα με ασανσέρ για να πάμε σε μια παλιά εκκλησία που έχει γίνει μπαρ και σκέφτομαι τι θα γινόταν αν αυτό είχε συμβεί στην Αθήνα. Σκέφτομαι τα σουρεαλιστικά επεισόδια που θα συνέβαιναν έξω από την εκκλησία αλλά μετά από λίγο σημασία έχει μόνο ότι είμαι στο Βέλγιο.

Την άλλη μέρα στις 8.30 είμαι σε ένα πάρκο τρώγοντας μπροστά από μια λίμνη ενώ ο ήλιος αντανακλάται στο γυάλινο κτήριο του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου. Περπατώντας μετά βρίσκομαι μπροστά από ένα κομμάτι του τείχους του Βερολίνου και στα πεζοδρόμια έχουν βάψει τα αστέρια της σημαίας της σημαίας της Ευρωπαικής Ένωσης.

ώρες μετά στο Fontainas παίζει telefon tel aviv σε ένα περιβάλλον με καρέκλες από το 1980, ένα ψυγείου παλιού ζαχαροπλαστείου, ανοιχτά παράθυρα και κάτι που θυμίζει Αθήνα στον κόσμο. Αργότερα, δίπλα στο κανάλι η πόλη δείχνει τελείως διαφορετική, μακριά από τη μπουρζουά πλευρά της ενώ κάτω από μια γέφυρα κοιτάω τα γκραφιτι, δίπλα από τα council estates, κάτι σταθμούς τρένων και κάτι ανακαινισμένα λοφτ.

Όταν φεύγω, σκέφτομαι τον κόσμο στο δρόμο, το πόσο ωραίο είναι το Βέλγιο κάθε φορά που πάω, το πόσο παράξενη πολη είναι οι Βρυξέλλες, και πόσο διαφορετικά είναι εκεί από εδώ. όταν κατεβαίνω από το τρένο, βρίσκομαι σε γνωστό πια έδαφος, παρατηρώ το σήμα των ολυμπιακών που έβαλαν στον σταθμό και μπάινω στο μετρό και σκέφτομαι ότι θέλω να ξαναπάω στο Βέλγιο.

Στο πάρκο τίποτα δεν έχει αλλάξει. Έχει φτάσει όμως η εποχή που μπορώ να κοιμάμαι με ανοιχτό παράθυρο..

τραγούδι της ημέρας- Moby- Victoria Lucas

Sunday, 27 March 2011

Le Flaneur


"μερικές φορές, η μόνη μου παρέα είναι ο ξένος απέναντι με τον οποίο ακούμε την ίδια μουσική"

μια φράση από μια σκηνή του 'Μια αιωνιότητα και μια μέρα', η μόνη σκηνή που θυμάμαι ακρβώς, από το 1998 που είδα την ταινία. Παράξενα πράγματα σου μένουν τελικά.

Την Παρασκευή η μέρα στο γραφείο πέρασε κοιτώντας έξω από το παράθυρο και με το παράπονο που εξέφραζα σε όλους για τον κάκτο που μού σκότωσε η καθαρίστρια. Νομίζω με αυτό το μαράζι έκλεισε όλη η εβδομάδα, με τον καημένο κάκτο από τη Ν. Αφρική που μού είχε δώσει μια συνάδελφος από την Ιαπωνία. Φεύγοντας, πέρασα από το Somerset House όπου συνάντησα έναν από τους φοιτητές μας, από τους ελάχιστους Έλληνες που έχουμε. Έχει κάτι ωραίο αλλά την περισσότερη ώρα κοιτάω τα δέντρα που πλαισιώνουν την ταράτσα και αναρωτιέμαι πότε θα βγάλουν φύλλα πάλι.

Μετά σκέφτομαι ότι είναι 22 και αυτή η ηλικία φαίνεται μακρινή. Θυμάμαι τι έκανα εγώ τότε, και νομίζω ήταν μια εξαίσια χρονιά τώρα. Ακόμη θυμάμαι, τις μουσικές, τα βιβλία, τις βόλτες, το ζακετάκι για τα δροσερά βράδυα του Σεπτεμβρίου και το mp3 για παρέα στο 622.

Διασχίζοντας τη Waterloo Bridge προς Southbank προσπαθώ να σκεφτώ ποια πλευρά της πόλης είναι καλύτερη. Για αυτή τη στιγμή είναι η ανατολική, με το City, το St Paul's Cathedral, την Tate, το Shard, και την Tower Bridge, την καλύτερη θέα που μπορεί να έχει ένα γραφείο. Έχει μια μαγεία να τη βλέπεις κάθε μέρα. Εκτός αν έχει ομίχλη.

Στο Southbank χαζεύω τα βιβλία στους πάγκους των πλανόδιων και βρίσκω ένα αντίτυπο του Corpus της Susan Irvine για μερικές πέννες. Όταν έμαθα γι'αυτό σκέφτηκα ότι θα ήθελα να ήμουν ήρωάς του, αν δεν ήμουν αυτός που είμαι, ή αν δεν ήμουν ψάρι, ή αν δεν ήμουν ο David Bowman από το 2001 ή αν δεν ήμουν ο πρώτος άνθρωπος που αγάπησες εσύ.

Βάζω το χέρι στις τσέπες της καπαρντίνας και βρίσκω τη συσκευασία από μια σοκοφρέτα. Συνήθως βρίσκω απόδείξεις, κουμπιά, λίρες. Χαμογελάω και τώρα αναρωτιέμαι πόσες φορές έχω γράψει τη λέξω σοκοφρέτα σε αυτό το blog. Στα αριστερά μου είναι το κτήριο της shell που ο Κ λέει ότι είναι ίδιο το θυσαυροφυλάκιο του Θείου Σκρουτζ. Αλλά δεν είναι, το έχω δει.

Λίγο πιο πέρα, στην μη τουριστική πλευρά του Τάμεση, λίγες ώρες μετά κουβεντιάζουμε για τον Λόρκα, τη Νάνα Μούσχουρη, τη Στρέλλα, τον Αλμοδόβαρ και τον Κισλόφσκι. Είναι εντυπωσιακό που κάποιος άλλος παρατήρησε τον κάδο ανακύκλωσης που εμφανίζεται και στις τρεις ταινίες. Την άλλη μέρα βλέπω πάλι την Διπλή Ζωή της Βερόνικα. Και σκέφτομαι ότι οι περισσότεροι σκέφτονται ότι η Βερονίκ (και όλες οι Βερονίκ αυτού του κόσμου) είναι τυχερές γιατί έζησαν. Αλλά η Βερόνικα είχε τη χαρά να κάνει κάτι διαφορετικό, να μοιραστεί τη τέχνη της, τα λάθη της, όλα. Αντίστοιχα, το τέλος της Μπλε ταινίας είναι ένα απίθανα αισιόδοξο κλείσιμο του ματιού αλλά όλοι βρίσκουν τη ταινία καταθλιπτική.

Σε ένα bar στη London Bridge όλα είναι αλλιώς. Τέρμα οι συζητήσεις για το βαθύτερο νόημα του οτιδήποτε. Μόνο το βάθος του ποτηριού με το κρασί έχει σημασία πια. Παρασκευή βράδυ στο Λονδίνο.

Εκεί που καμμια φορά λέω ότι θα μείνω για πάντα για χάρη εκείνων των ημερών που λόγω μιας σπιθαμής ήλιου όλοι είναι χαμογελαστοί και ας μην ξέρουμε τι μας περιμένει.

the radio dept- never follow suit

Sunday, 20 March 2011

(Sunday) Holidays


* Πρωί έξω από τον Καθεδρικό του Αγ. Παύλου στο Λονδίνο, τα γραφεία στα γύρω κτήρια είναι άδεια, οι δρόμοι το ίδιο, κάτι πουλμαν είναι έξω από την εκκλησία με τουρίστες. Στα σκαλιά κάτι ιάπωνες έχουν απλώσει μια σημαία της χώρας τους και ζητούν από τον κόσμο που μπαίνει στην εκκλησία να γράψει ευχές για τη χώρα τους. Τους κοιτάω, κάπως κυνικά ομολογώ, και σκέφτομαι ότι μερικοί εκεί είναι καθολικοί, άλλοι άθεοι, άλλο αγγλικανοί, τι σημασία έχουν οι όποιες ευχές; μετά βέβαια σκέφτομαι ότι άνθρωποι είμαστε, είναι θέμα αλληλεγγύης.

Και πάλι μού φαίνεται άτοπο.

* Πρωί στη Ρώμη περπατάω προς το μνημείο του Vittorio Emmanuelle και στο πεζοδρόμιο κάποιος έχει ζωγραφίσει έναν αναγεννησιακό πίνακα. Ωστόσο η καλύτερη ανάμνηση από τη πόλη είναι ο ήχος του νερού της Fontana di Trevi, που ακούγεται τετράγωνα πριν δεις το μνημείο το ίδιο- και νομίζω μ'αρέσει περισσότερο από το ίδιο το συντριβάνι.

* Μεσημέρι στις Βρυξέλλες κάθομαι στον σταθμό και απολαμβάνω τον ήλιο που λάμπει, μια Κυριακή. Το τρένο έρχεται και σε λίγο φτάνω σε ένα υπάιθριο μουσικό πανηγύρι στη μέση μιας μικρής πλατείας μιας εξίσου μικρής πόλης.

* 'Απόγευμα σε ένα καφέ απέναντι από την όπερα της Βιέννης καθόμαστε για το τελευταίο κρουασάν. Είναι απαίσιο, μπαγιάτικο και σε τίποτα δεν μοιάζει με αυτό που είχαμε φανταστεί. Φεύγουμε απογοητευμένοι και περπατάμε για να ξεχάσουμε. Στα αριστερά μας το άγαλμα της θεάς Αθηνάς, τόσα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι.

* Μεσημέρι στην Αμοργό και τα σκαλιά μοιάζουν ατελείωτα. Μια κυρία μπροστά γκρινιάζει στον άντρα της. Μια γάτα ανεβαίνει πιο γρήγορα και νοιώθω ότι με κοροιδεύει. όταν ανεβαίνουμε στο μοναστήρι νοιώθω ότι βρήκα την μοναδική εξαίρεση σε αυτό που έλεγε ο Καβάφης σχετικά με τον προορισμό και το ταξίδι. Εκεί μετράει το πρώτο.

* Βράδυ στο Λονδίνο και διαβάζω ενώ από το παράθυρο μπαίνει το φως του γεμάτου φεγγαριού. Το βιβλίο είναι του Arthur C. Clarke και αναφέρεται σε ένα ποιήμα. Διαβάζοντας την περιγραφή μοιάζει γνώριμο αλλά το θεωρώ απίθανο- τελικά είναι όντως το Περιμένοντας τους Βαρβάρους. Για κάποιο λόγο χαμογελώ σαν ηλίθιος.

* Μεσημέρι στην Αττική Οδό, ακούμε Royksopp και εγώ κοιτάω την αττική φύση ενώ από μακριά φαίνεται ο πύργος του αεροδρομίου.

* Το ίδιο απόγευμα στο Heathrow πια, δεν έχει φισούνα αλλά πρέπει να κατέβουμε από το αεροπλάνο και να περπατήσουμε στο terminal. Δεν ξέρω γιατί αλλά κάθε φορά αυτό μού θυμίζει σκηνή από τη ζωή της Jackie O.

* Απόγευμα, στο Chiswick, γυρνάω το κλειδί στη πόρτα, κρεμάω το παλτό και βάζω τα νέα λουλούδια στα βάζα τους. Ο ήλιος δεν έχει πέσει ακόμη οπότε το σπίτι είναι φωτεινό. Τα λουλούδια κάνουν τα πάντα να μοιάζουν καλύτερα, η μουσική παίζει στο βάθος και όλα είναι καλά.

τραγούδι της ημέρας- Ε Καραίνδρου- (Θέμα) Μια αιωνιότητα και μια μέρα

Sunday, 13 March 2011

My Winter's done


Εβδομάδες τώρα προσπαθώ να γράψω κάτι αλλά δεν το κάνω. Γράφω κάτι, το ξαναδιαβάζω και είναι τόσο απαίσιο που δεν θέλω να το δει κανείς και το σβήνα, σβήνω και τον υπολογιστή και ασχολούμαι με τη μουσική μου.

Ωστόσο, σήμερα το πρωί ξύπνησα έχοντας δει στον ύπνο μου τη Βιέννη, όπου είχα πάει πριν μερικούς μήνες. όταν βγήκα έξω για να αγοράσω λουλούδια για τα βάζα του σπιτιού έβρεχε και μετά θυμήθηκα το Βερολίνο. Είχε ακριβώς την ίδια ατμόσφαιρα, τον ίδιο γκρι ουρανό, τις ίδιες εκνευριστικές στάλες βροχής στα γυαλιά μου, την ίδια ηρεμία σε μερικούς δρόμους αλλά όλα τα άλλα ήταν αλλιώς: άλλη χώρα εδώ, μακριά από την 'Ηπειρο, ένα μικρό νησί με άλλους κανόνες.

Ένα απόγευμα περπατάω στο South Kensington, στο δρόμο για το Royal Albert Hall. Κάνει κρύο αλλά έχει καθαρό ουρανό. Έχω καιρό να περάσω από τη περιοχή και παρατηρώ τις αλλαγές, κάι πεζοδρομήσεις, τα όμορφια σπίτια, τον κόσμο που περπατάει στους δρόμους. Στο RAH στη σκηνή υπάρχει ένας μικρος γιαπωνέζικος κήπος, με το νερό του και η Butterfly υπέροχη όπως την περίμενα. Ειδικά στη δεύτερη πράξη. Κρίμα μόνο που ήταν στα αγγλικά. Αν και υπέροχη γλώσσα στο γραπτό λόγο, στην όπερα ακούγεται κάπως άσχημη, ανάρμοστη και ελαφρώς φτηνή.

Στο τέλος, δεν είμαι σοφότερος παρά το ότι έζησα αυτοκτονία επί σκηνής και απλά περπατάω στο κρύο, φυσώντας κάθε τόσο ώστε να βλέπω την αναπνοή μου να σκορπίζεται. Κάπως έτσι περνάει η ώρα ενώ σκέφτομαι ότι τα άτομα του σώματός μου, όπως και οι ανάσες μου που διασκορπίζονται στο Λονδίνο έχουν ξεκινήσει από κάποιο άστρο που κάποτε πέθανε.

Σε κάτι υπόγεια μπαράκια ακούω ιστορίες τρίτων και αναρωτιέμαι εγώ σε τι κόσμο ζω. Δεν έχω συλληφθεί ποτε, ούτε καν στο μετρό χωρίς εισιτήριο δεν σκέφτομαι να μπω. Μετά από αρκετό κρασί τα ξεχνάω όλα αυτά και αργά το βράδυ προχωράμε προς έναν ιταλικό φούρνο για μικρά σπανακοπιτάκια. Οι τοίχοι έχουν τρεχούμενο νερό το οποίο κοιτάω σαν υπνωτισμένος για λίγη ώρα. Αναρωτιέμαι αν πίνεται. Θέλω να δοκιμάσω αλλά φοβάμαι ότι όταν το κάνω όλο το μαγαζί, γεμάτο με καλοντυμένους Λονδρέζους και κάτι Έλληνες που έχουν φέρει τις μητέρες τους θα γυρίσουν και θα με κοιτάξουν με ύφος που θα σημαίνει εξοστρακισμό.

Αγόρασα βασιλικό για τα γλαστράκια στη κουζίνα μου και η συσκευασία λέει ότι είναι ελληνικός. Όντως, φαίνεται από τα φύλλα που είναι πιο μικρά. Τον μυρίζω και μού θυμίζει καλοκαίρια στο σπίτι της γιαγιάς Ελένης- τόσο όμορφα ελληνικό όνομα που κανείς στην οικογένεια δεν πήρε έκτοτε- σε ένα μπαλκονάκι με γλαστράκια παντού. Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθώ κατεβαίνω τις σκάλες και πάω στη κουζίνα να πιω νερό και μυρίζω κρυφά το γλαστράκι. Κρυφά από ποιον δεν ξέρω. Κάθομαι για λίγο στο παράθυρο, βλέπω το φεγγάρι και θυμάμαι κάτι καλοκαίρια σε ένα μπαλκονάκι.

τραγούδι της ημέρας: Raveonettes- I want to be adored

Thursday, 17 February 2011

απλά μαθηματικά

μόλις άκουσα το song to the siren που είχα να το ακούσω δύο χρόνια και για κάποιο λόγο θυμάμαι ακριβώς τη τελευταία φορά που το άκουσα. καθόμουν στο σαλόνι του προηγούμενου σπιτιού μου, κοιτούσα έξω από τα τρια παράθυρα που κάλυπταν τον τοίχο και έφταναν μέχρι το ταβάνι και θυμάμαι το σπίτι γεμάτο λουλούδια, τα σκοτεινά απέναντι διαμερίσματα, την αλεπού που κάθε βράδυ περνούσε από κάτω και αυτό το τραγούδι να παίζει.

ήταν τότε που περίμενα κάποιον να έλθει επιτέλους στο Λονδίνο που όλο το λέγαμε και ποτέ δεν γινόταν. είχα ξεκινήσει στη δουλειά αλλά ήμουν ακόμη στον πάτο της τροφικής αλυσίδας. έκανα αιτήσεις για διδακτορικά και άνοιγα φακέλους με τρελλή ανυπομονησία ενώ κάθε μέρα έστελνα φακέλους για υποτροφίες, αιτήσεις, τα πάντα. έβγαινα συνέχεια και ακόμη προσπαθώ να καταλάβω πώς μού έφταναν τα λεφτά. φορούσα κάτι συλλεκτικά all star με τα χρώματα της σημαίας της ειρήνης αλλά σε ανάποδη φορά στο κάθε παπούτσι. πήγαινα στη δουλειά με αυτά τα παπούτσια. δεν έβγαζα ποτέ τα ακουστικά από τα αυτιά μου. η ζωή ήταν απλή χωρίς deadlines, smartphones, emails στις 3 το ξημέρωμα, λογαριασμούς καταθέσεων, υποχρεώσεις, αναλυτικά bank statements, 800 κανάλια στη τηλεόραση που δεν ανοίγω ποτέ.

fast forward δύο χρόνια μετά και ο κάποιος ήλθε είδε και απήλθε ανεπιτυχώς, το σπίτι άλλαξε, ένα διδακτορικό ξεκίνησε, κάτι διαλέξεις, άρθρα, μια φοιτήτρια που θέλει supervision (πόσο τέλειο συναίσθημα να είσαι στην άλλη πλευρά), περισσότερες ευθύνες, νύχτες που δεν κοιμάσαι γιατί το μυαλό 'τρεχει', σε καθε μετακόμιση οι βαλίτσες αυξάνονται, άτιμος καταναλωτισμός, αλλά μαζί με αυτά βάζεις μια μέρα που στη Trafalgar εμφανίζεται ένα πλοίο σε μπουκάλι, σε μέγεθος αυτοκινήτου, που περπατάς στη μέση της πόλης ανάμεσα σε lunar gates, duck sauces και chinese lanterns, που συζητάς για ώρες σε μπαρ με βελούδινους τοίχους και θεωρίες του όσκαρ Ουάιλντ, υπόγεια μπαρ με κόκκινες πινακίδες και σφηνάκια τεκίλας με το αλάτι στο χέρι, βλέποντας τις επιγραφές της Piccadilly σαν να είναι η πρωτη φορά, κάθε φορά, ξαπλώνοντας στο γρασίδι του Hyde Park την άνοιξη, κοιτώντας από το παράθυρο τα νέα κτήρια να κατασκευάζονται, ανοίγοντας δειλά το παράθυρο για να μπαίνει το αεράκι, και τελικά, κάνοντας τις πράξεις μάλλον βγήκες κερδισμένος.

Saturday, 12 February 2011

one of those London nights (when everything happens)

Το να φεύγεις Παρασκευή από το γραφείο νωρίς είναι μαγεία. Μη φανταστείς τόσο νωρίς ώστε να μοιάζεις με Έλληνα δημόσιο υπάλληλο, αλλά αρκετά νωρίς για να δικαιολογείσαι λέγοντας ότι είναι Παρασκευή και έχεις να βγεις.

Τα φυτά είναι ποτισμένα, ψεκάζεις και λίγο άρωμα σε εσένα και ξεκινάς για το Covent Garden, λίγα λεπτά στην ουσία από το γραφείο αλλά μερικές μέρες φαντάζουν ώρες αυτά τα λεπτά. όπως και να έχει είναι μερικές μέρες που υπάρχουν για να σου μένουν: όταν βγαίνεις από το σπίτι με καπαρντίνα πρώτη φορά μετά από μήνες που φοράς παλτό. όταν γυρνάς σπίτι και δεν έχει κρύο παρά λίγη δροσιά και όταν φεύγεις από το γραφείο είναι ακόμη μέρα και η άνοιξη έρχεται. όταν περπατάς στο Mayfair και σταματάς κάθε λίγο γιατί κάτι περιμένεις και τελικά έρχεται.

πάλι ξέχασα να βγάλω μια φωτογραφία τη πόλη μου σήμερα. αλλά τι να βγάλεις που κάθε τι είναι το σπίτι σου και γιατί να το βγάλεις;

στον δρόμο του γυρισμού, προλαβαίνω το τελευταίο μετρό, γεμάτο, όπως πάντα, με τον πιο ετερόκλητο κόσμο, κουρασμένους hipsters (αναρωτιέμαι αν αυτός ο όρος υπάρχει εκτός Ελλάδας), διάφορους λιπόθυμους στο πάτωμα του τρένου, ανθρώπους με μποτάκια timberland από τα 90s, ψιλομεθυσμένους να κάνουν τσουλήθρα στις σκάλες του σταθμού, οι περισσότεροι να έχουν χάσει τα βήματά τους, και όλα αυτά ακούγοντας το let England shake, που είναι σαν να ανακαλύπτεις τη PJ Harvey από την αρχή.

Μετά το μετρό, στο πάρκο που διασχίζω για να πάω σπίτι επικρατεί μια σπάνια ησυχία που είναι υπέροχη ενώ λίγο πιο πέρα κάτι πουλιά τιτιβίζουν στη μία το βράδυ και αναρωτιέμαι ποια να είναι αλλά δεν έχει σημασία. σημασία έχει ότι φέρνουν την άνοιξη. η ησυχία στην γειτονιά είναι εντυπωσιακή και όταν βγάζω τα κλειδιά από τη τσάντα ακούγονται σαν να σκίζουν τα πάντα και αναρωτιέμαι πώς γίνεται να είναι όλα τόσο ήσυχα.

γυρνάω το κλειδί στη πόρτα και αναρωτιέμαι αν έπρεπε να είχα κάτσει λίγο παραπάνω.

τραγούδι της ημέρας- cherry ghosts- a month of mornings

Sunday, 6 February 2011

It's not about you


Τρεις μέρες τώρα φυσάει συνεχώς και από το σπίτι ακούγονται κάθε λογής θόρυβοι. ειδικά το βράδυ μένω ξύπνιος μέχρι να κουραστώ αρκετά και να κοιμηθώ. και το πρωί ξυπνάωα και βγαίνω για περπάτημα αλλά γυρνάω γρήγορα μιας και ο αέρας είναι το μόνο φυσικό φαινόμενο που με ενοχλεί πραγματικά. Στο σπίτι είμαι μόνος οπότε κάθομαι στον καναπέ και κοιτάω το δέντρο μπροστά από το σπίτι να χτυπάει τα τζάμια με τα κλαδιά του.

προσπαθώ να διαβάσω το βιβλίο μου αλλά δεν συγκεντρώνομαι. Προσπαθώ να κάνω κάτι αλλαγές στη διατριβή μου αλλά ούτε σ'αυτό συγκεντρώνομαι και έτσι αποφασίζω να κάνω ένα τηλεφώνημα. Το κακό με το τηλέφωνό μου είναι ότι ακόμη και αν σβήσεις ένα νούμερο αυτό με κάποιο τρόπο δεν σβηνει ποτέ τελείως από τη μνήμη του οπότε το ξαναβρίσκεις. Αν μη τι άλλο είναι ένα πολύ 'ανθρώπινο' χαρακτηριστικό αν σκεφτεί κανείς ότι κάπως έτσι λειτουργούν οι αναμνήσεις μας. Περιμένουν τον αέρα για να βγουν έξω και να σου υπενθυμίσουν ότι δεν είσαι τόσο κουλ όσο νόμιζες.

5 λεπτά δεν είναι πολλά αλλά είναι αρκετά όταν επικρατεί η αμηχανία εκείνη που δεν ξέρεις αν είναι επειδή πήρες σε κακή ώρα ή επειδή δεν υπάρχει πια καλή ώρα να πάρεις. Κυριακή και ψάχνω ένα τραγούδι στο youtube το οποίο οδηγεί σε άλλα τραγούδια τα οποία δεν οδηγούν πουθενά. Το μόνο που κάνουν είναι να μού θυμίζουν διάφορα άλλα, με αποτέλεσμα δύο μέρες τώρα να μην έχω κάνει δουλειά.

εκτός αν θεωρείται δουλειά το να σβήνεις παλιά μηνύματα από ένα άλλο τηλέφωνο βλέποντας σε μερικές εκατοντάδες από αυτά τη πορεία χρόνων, ταξιδιών, υποσχέσεων, στηριγμάτων, σχεδίων, πτήσεων, απογευμάτων στο Λονδίνο, νυχτών στην Αμοργό, πεζουλάκια στην Ακρόπολη, κουτιών, φωτογραφιών και λοιπών σουβενίρ που είναι πιστά στην ύπαρξή τους και σου υπενθυμίζουν ότι πρέπει να επιστρέψεις. αλλά αυτό που δεν σου λένε είναι τι θα βρεις εκεί. γιατί αυτά είναι καταφανώς κολλημένα στο τότε και δεν σου δείχνουν την εξέλιξη των πραγμάτων ώστε να είσαι προετοιμασμένος για το τι θα βρεις.

μερικές ευχές προλαβαίνεις να πεις, να'σαι καλά και όλα να ξεκινήσουν καλά, περιμένεις λίγο για την απαραίτητη ευγένεια, ακούς ένα γέλιο, θες να το πατήσεις κάτω γιατί είναι ασυνάρτητο και δεν σε σκέφτεται καθόλου αλλά απλά πατάς εκείνο το βολικά βαμμένο κόκκινο κουμπάκι και συνεχίζεις το τίποτα που αρνείται να κοπάσει.

Wednesday, 2 February 2011

British Isles Life #3,257

Ενώ προσπαθώ να κοιμηθώ, είναι μάλλον δύσκολο. Έλαβα ένα email σήμερα και μού ζήτησαν να δώσω μια μικρή διάλεξη στο πανεπιστήμιο και έτσι κάθομαι και κάνω πρόβα στο τι θα πω. Νοιώθω σαν το King's Speech, αν και η θέση μου είναι λιγότερη σημαίνουσα από του Γεωργίου του VI.

Το υπέροχο απόψε δεν είναι αυτό αλλά η ομίχλη που έχει έξω. Άνοιξα το παράθυρο για λίγο αέρα και είδα ένα στρώμα ομίχλης ενώ κοντά στις λάμπες του δρόμου υγρασία ή μικρές νιφάδες, δεν ξέρω τι είναι, δημιουργούν μικρές χιονοθύελλες, σχεδόν μινιατούρες, που βλέπεις μόνο εκεί που φωτίζει η λάμπα. Τα αυτοκίνητα είναι όλα σκεπασμένα με πάχνη και το φεγγάρι δεν διακρίνεται και είναι κρίμα μιας και αυτός ο βράχος είναι ό,τι πιο γοητευτικό έχει ο ουρανός μας. Δεύτερο, ίσως, μόνο μετά την Αφροδίτη όπως λάμπει ένα βράδυ Ιουνίου σε κατάστρωμα πλοίου σε νυχτερινό δρομολόγιο Πειραιάς-Αμοργός.

Ο ουρανός αξίζει πια μόνο σε νησιά ή χωριά στην ηπειρωτική Ελλάδα όπου φαίνεται χωρίς τα φώτα της πόλης να κρύβουν τα αστέρια. σε νησί είναι όμως καλύτερα γιατί έχουν τα κύματα που τα ηπειρωτικά χωριά, όσα βουνά, όσες λίμνες και έλατα σε οροπέδια και βράχια που ανυψώνονται αψηφώντας τη βαρύτητα να φέρουν, το κύμα να σκάει στα βράχια ή τις μικρές φυσικές αποβάθρες που εισχωρούν στη θάλασσα δεν θα τα φτάσουν ποτέ.

Τη κυριακή αποφάσισα να το παίξω παραδοσιακός και πήρα την εφημερίδα μου και ανακάλυψα ένα μικρό tea place με εξαιρετικά γλυκά στο Hampstead (Louis λέγεται), με μια διακόσμηση που μάλλον έχει μείνει ίδια από το 1970 με τη γιαγιά στο ταμείο να αποτελεί ομοίως αναπόσπαστο κομμάτι του μέρους. Είναι από εκείνες τις Κυριακές που ο ήλιος λάμπει και ας μη ζεσταίνει, που η πόλη δείχνει πιο όμορφη, που τα δέντρα δείχνουν λιγότερο γυμνά, που οικογένειες βγαίνουν στο πάρκο με καροτσάκια και σκυλιά και είναι σαν άνοιξη αν και φοράμε ακόμη μπότες και κασκόλ.

Το μετρό είναι απίστευτα ήσυχο, πράγμα παράξενο, ακόμη και για Κυριακή (μια περιέργως πολύ όμορφη λέξη) και διαβάζω μια συλλογή πεζών της Δημουλά και βλέπω μια εντυπωσιακή ηθογραφία μιας Ελλάδας που θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια. Δεν είναι ευχάριστη εικόνα, είναι άνθρωποι μόνοι, οικογένειες σπασμένες, θέλω καταπατημένα, μάυρα πρόβατα, επιθυμίες που δεν τις μαρτυρά κανείς, άκριτες ηθικολογίες και τυφλή πίστη στο θέλημα θεού.

Ωστόσο στον κινηματογράφο είναι όλα καλύτερα. Δύο ώρες ακούγοντας μια 'πειραγμένη' έκδοση της μουσικής της Λίμνης των Κύκνων, σε μια ταινία που με καθήλωσε, με τσάκισε, με συγκίνησε, με άγχωσε, με επηρέασε, με γοήτευσε, όπως έκανε κάποτε το Ρέκβιεμ για ένα όνειρο, που πάλι είδα στο BBC σαν να ήταν η πρώτη φορά.

Όταν πια παίρνω τον δρόμο του γυρισμού περιμένω το τρένο της ανταπόκρισης, σε υπέργειο σταθμό πια, με την ανάσα μου να φαίνεται από το κρύο, να λέω στην Ε. στο τηλέφωνο ότι πριν μερικούς μήνες βλέπαμε το social network τη πρώτη νύχτα που φύσηξα και η ανάσα μου εμφανίστηκε ορατά στον αέρα και της είπα 'κοίτα, κοίτα, ήλθε ο χειμώνας', με μια προσμονή. τώρα, κοντοστεκόμαστε σε διαφορετικά σημεία της πόλης μας να σκεφτόμαστε ότι η μέρα μεγαλώνει και 'κοίτα, κοίτα, έρχεται η άνοιξη'.

Οι περισσότεροι άνθρωποι περιμένουν μια εποχή. Εμείς περιμένουμε απλά το αύριο, ό,τι εποχή κι αν κάνει. Στο Λονδίνο ποτέ δεν ξέρεις.

τραγούδι της ημέρας: epic45- the stars in spring

Sunday, 30 January 2011

Bijoux d'Athènes


Στην Αθήνα με απεργίες ΜΜΜ και με ήλιο παντού, κάθομαι σε κάτι σκαλοπατάκια στη Λαμπρινή και χαζεύω τον ουρανό- έχει αυτό το μπλε που είχα να δω μήνες, σύννεφα σχεδόν πουθενά και όταν υπάρχουν είναι λευκά, όχι γκρίζα όπως εδώ τον χειμώνα.

Στο αεροπλάνο που γυρνούσα θυμόμουν τα πάντα και ήθελα να τα σημειώσω. Τώρα πια έχουν μείνει εικόνες άτακτες και μη ταξινομήσιμες σε μέρες:

ένα βράδυ κάτω από το Public να περιμένω στο φανάρι τρώγοντας σοκοφρέτα, και μια κουρού, ένα αυτοκίνητο περνάει και ξεκινάμε την αναζήτηση θέσης για να το αφήσουμε. Περνάμε από τη Κοτζιά και δείχνει τόσο όμορφη αν και μάλλον κανείς δεν την προσέχει ποτέ.

ένα απόγευμα ψηλά να βλέπω το Σύνταγμα και τη Βασ. Σοφίας, τον πιο αγαπημένο μου δρόμο για περπάτημα. μετά από ένα βράδυ στο key bar ανεβαίνω την Πραξιτέλους και από κάπου, μέσα στη νύχτα ακούγεται το 'καλημέρα καινούρια αγάπη, καλημέρα καινούρια ζωή'. Κοντοστέκομαι λίγο, σκέφτομαι το σουρεαλιστικό του συμβάντος, χαίρομαι τον αέρα μετά από το ποτό και συνεχίζω προς το Σύνταγμα περνώντας από όσα στενά μπορώ, για να δω όσα μπορώ περισσότερο.

Το επόμενο βράδυ περνάει με Γκαίτε στη Συγγρού, στον πλέον αψυχολόγητο δρόμο της πόλης, με τα ακριβά νοσοκομεία, ένα πανεπιστήμιο, μουσεία επί κατασκευή, τις παλιές πολυκατοικίες, τα καλά ξενοδοχεία, τα νυχτερινά μαγαζιά-στέγαστρα μιας άλλης κουλτούρας, τους χώρους τέχνης, τα πιο απενοχοποιημένα sex shops που έχω δει και τα στριπτιτζάδικα, όλα μαζί, ενίοτε και απέναντι το ένα από το άλλο. Τραγουδάμε Kim Wilde και Groove Armada στο αυτοκίνητο αλλά μετά το μόνο που σκέφτομαι είναι το ποιος δεν ήλθε μαζί μας εκείνο το βράδυ και πόσο κόπος θα ήταν πια να είχε έλθει.

Στο baba-au-rum η Χ. συναντά μια κοπέλα που κάποτε είχε δει σε ένα αεροπλάνο για το Βερολίνο και γινόμαστε όλοι μια παρέα, μαζί με έναν σκύλο που δείχνει ένα ξαφνικό ενδιαφέρον προς τη τσάντα μου σαν παιγνίδι για να μασάει. Θυμάμαι παλιά δεν ήταν τόσο εύκολο να το κάνεις αυτό και έχει τη χάρη του.

Διαπιστώνω την ομορφιά του να βρίσκεσαι με τους φίλους σου έξω, μετά από μήνες, σε μια ταβέρνα ένα σάββατο μεσημέρι και να είναι σαν να μην έφυγες ποτέ. σαν να το κάνετε κάθε σάββατο και τελικά περνάς 6 ώρες στο ίδιο μέρος, με φαγητό, ρακί, κρασί και παίζοντας παντομίμα με τις πιο απίστευτες ταινίες που σου έρχονται και κανείς δεν έχει δει- εκτός από τη παρέα σου.

Το μετρό της Αθήνας παραμένει σημείο συνάντησης ετερόκλητων προσωπικοτήτων, μια κυρία ντυμένη με Μissoni, με τις ετικέτες να πετάγονται από παντού και το ύφος 'εγώ δεν ανήκω σε εσάς, τις μάζες'- 20 λεπτά διαδρομή και δεν έχω ακούσει περισσότερη μουρμούρα, κάτι φοιτητές να λένε ότι πέρασαν ώρα στην αγκαλιά του Ορφέα και δεν ξέρω αν απλά η εκπαίδευση καταρρέει ή αν όλοι έκαναν κάποιο όργιο με κάποιον που λέγεται συμπτωματικά Ορφέας, ένα ζευγάρι που ειρωνεύεται όποιον μπαίνει και δεν τους γεμίζει το μάτι, ενίοτε στα ισπανικά, και όλα αυτά για να καταλήξω εξαιρετικά αργοπορημένος στην Αμπάριζα για ένα μικρό reunion και μια από τις πιο ζεστές αγκαλιές που έχω πάρει ποτέ.

Στο τέλος της νύχτας με πιάνω να στέλνω περίεργα μηνύματα ενώ κατεβαίνουμε την Καλλιρόης με μια συγκίνηση για το ότι βρεθήκαμε όλοι μαζί και πάλι χωρίζουμε. τα σχέδια ξεκινάμε για το πού θα βρεθούμε, εδώ, εκεί, στο Βερολίνο, αλλού, ένα road trip ίσως μας σώσει. την επόμενη μέρα πρέπει να ξυπνήσω, χωρίς όρεξη και να πάω στο αεροδρόμιο, να γυρίσω σπίτι να ξεπακετάρω και να συνηθίσω πάλι. Μια φίλη μού είπε ότι θα συνηθίσω γιατί αγαπάω το νησί πολύ και μάλλον είχε δίκιο, να'μαι πάλι, αλλά μέρες περνούν και ακόμη για την Αθήνα γράφω.

τραγούδι της μέρας- Motorama- Ghost

Sunday, 23 January 2011

Δύο ώρες διαφορά 2011 part I


Μια εξιστόρηση μερικών ημερών στην Αθήνα που μού θύμισαν ότι το να μένω εδώ είναι η λογική επιλογή και ότι την Αθήνα και μερικούς ανθρώπους δεν θα τους βγάλω ποτέ από μέσα μου (ναι, είναι ποστ-σαπουνόπερα). Μερικά τμήματα του ποστ αυτού τα έγραψα πριν μερικά βράδυ σε ένα σημειωματάριο γιατί δεν έιχα λαπτοτ. δεν ξέρω αν αυτό το κάνει λίγο ΄κονσέρβα' αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ καλύτερο.

Το πρώτο βράδυ, φτάνω στο Ελ. Βενιζέλος και είναι 12.30 το βράδυ. Το αεροδρόμιο είναι άδειο, φωτεινό, κάπως καταθλιπτικό. Βγαίνω έξω, ένα αεράκι με χτυπάει, τόσο δροσερό και ωραίο που είχα καιρό να νοιώσω κάτι αντίστοιχο (ίσως από την τελευταία φορά που ήμουν πάνω σε πλοίο στο Αιγαίο).

Λίγα λεπτά μετά, στο κέντρο, κατεβαίνουμε τη Βασ. Σοφίας, βλέπω το Χίλτον με αγάπη, όχι γιατί μ αρέσει το ξενοδοχείο αλλά γιατί στα μάτια μου είναι κάτι εξαιρετικά Αθηναικό. Το κέντρο είχε την ίδια γοητεία που θυμάμαι, παρά την παρακμή για την οποία διαβάζω εδώ. Είχα σχεδόν ξεχάσει εκείνα τα υπέροχα μαγαζάκια που πουλάνε κουμπιά, σεμέν, κλειδαριές, με τιμές ευκαιρίας σε βιτρίνες βγαλμένες από το 1960.

Μήπως τα εξωραίζω όλα;

Στο booze συνειδητοποιώ πόσο ωραίοι είναι οι Αθηναίοι (τίτλος που αναφέρεται σε όποιον είδα στην Αθήνα, δεν έψαξα και πού μένει ο καθένας) και ότι κανείς δεν σταμάτησε να καπνίζει. Ο λαιμός μου διαφωνεί πρακτικά με αυτό αλλά από το βράδυ αυτό θα μείνει ένα ποτ πουρί με Cure, James, Big in Japan και Ντίσκο Τσουτσούνι, και μια ντουντούκα στο μπαρ να λέει για έναν παλιατζή. Η κοπελιά μας κερνάει σφηνάκια όχι γιατί έχουμε κάνει κανά σοβαρό λογαριασμό αλλά γιατί έχουμε τόση χαρά με τη Χ. που είμαστε πάλι μαζί που έχουμε όσο κέφι έχει το υπόλοιπο μαγαζί μαζί.

Μετά πίνουμε τεκίλες με υπόκρουση (σουρεαλιστική) τον Ζακ Στεφάνου και την Ανδριάννα Μπάμπαλη. Ακούγεται αλλιώς αυτό το βράδυ. Στο επόμενο μαγαζί ζητάμε το copa cabana γιατί μας θυμίζει ένα απόγευμα στην Potzdamer Platz αλλά δεν μας το βάζουν. τουλάχιστον έμαθα ότι είμαι καλό κοπέλι.

Στο επόμενο μαγαζί συμβαίνουν διάφορα που δεν μπορώ να εξηγήσω. Με χαιρετά κόσμος που μάλλον έχω γνωρίσει πρόσφατα, ένας μου βγάζει τη τσάντα και την κρεμάει πιο δίπλα για να μη με κουράζει, είμαι ανάμεσα σε αλλους δύο που φαινομενικά είναι μόνοι τους στο μπαρ.

Έτσι πάει 7 το πρωί και τρώμε τυρόπιτα για να αντέξουμε το αλκοόλ.

την άλλη μέρα, ή μάλλον λίγες ώρες μετά είμαι στο ΚΤΕΛ. Δεν είμαι σίγουρος τι να πω όταν βλέπω τις εγκαταστάσεις αλλά περνάω τις υπόλοιπες ώρες του ταξιδιού διαβάζοντας εφημερίδες. τα άρθρα είναι επώδυνα, διαβάζω για την χώρα, για την Αθήνα, για μια γενική κατάντια, για ένας μιζεραμπιλισμό. Κάπως πιο νηφάλιος πια, τα νέα είναι σαν χτυπήματα.

Σταματάω για λίγο και ακούγοντας the irrepressibles βλέπω τη θάλασσα στα αριστερά μου. ο ήλιος πέφτει πάνω της και λάμπει και έτσι ξεχνιέμαι. είναι τόσο όμορφα όλα, η θάλασσα, κάτι νησάκια στο βάθος, η μεσογειακή βλάστηση, οι ελιές.

Τα περισσότερα από αυτά τα έγραψα σε ένα χαρτί, είχα καιρό να το κάνω. πέρσι έγραφα συνέχεια, χωρίς λόγο, όπως αποδείχτηκε. είναι ωραία να μην έχεις ούτε delete ούτε backspace, μόνο μουντζούρες.

Στο πατρικό μου πια, κοιτάω τα βιβλία που άφησα πίσω, βρήκα διάφορα της Τριανταφύλλου, κάτι γάλλους ποιητές, βιβλία αγορασμένα από αυτοσχέδια παζάρια στην Αμοργό, κάτι συλλογές του Ελύτη, λέιπει μία- την έδωσα κάποτε και δεν την πήρα ποτέ πίσω παρά την αθετημένη υπόσχεση- αλλά τι να κάνεις. Βρίσκω τα άπαντα της Δημουλά, διαβάζω την Εφηβεία της Λήθης και θυμάμαι τη πρώτη φορά που τη διάβασα, το 1994 σε ένα πατάρι ένος μικρού βιβλιοπωλείου.

'.. θέλανε τα κλάμματα να πάνε πίσω στην Αθήνα με τα πόδια.'. Και δεν ήταν μόνο τα κλάμματα.

Η Αθήνα παραμένει σαν τη μεγάλη αγάπη που δεν μπορεί να ευοδώσει λόγω εξωγενών συνθηκών αλλά τουλάχιστον παραμένει μακράν ο πιο ειλικρινής μου έρωτας.

τραγούδια των ημερών:
the irrepressibles- in this shirt
kim wilde- cambodia- για ένα βράδυ, κάπου κοντά στη Συγγρού.

Tuesday, 4 January 2011

Walls, distractions and shiny objects

είπα ότι απόψε θα κάνω ποστ μόνο αν βρω στον υπολογιστή μια φωτογραφία να ταιριάζει με την αποψινή νύχτα. και βρήκα την S Molton Str, έναν πεζοδρομημένο δρομάκο κοντά στην απείρως πιο διάσημη Bond Str. Συνήθως τα Χριστούγεννα έχει φωτάκια και τέτοια καλά αλλά τώρα είναι χωρίς στολισμούς. Βασικά είναι μια κυριακή του χειμώνα, με εμένα και άλλους δύο να περπατάμε εκεί. κάτι καφέ να μαζεύουν τραπεζάκια, με τα φώτα από τις βιτρίνες να λάμπουν.

ο λόγος που την έβαλα ήταν γιατί μού θύμισε την αλλαγή του έτους φέτος. Με βρήκε σπίτι, να κάθομαι να βλέπω ταινίες μιας και έχοντας κάνει Πρωτοχρονιά εδώ παλαιότερα, η εμπειρία μού έφτασε. Από αύριο έχει πάλι δουλειά, έρευνα, ερωτήσεις, άγχος, σχέδια, ιμειλς, κολύμπι, εφημερίδες. Γι'αυτό μ'αρέσει αυτός ο δρόμος. Μού θυμίζει όσα δεν έχει η καθημερινότητά μου- είναι πιο ήσυχος από τη βαβούρα των γύρω δρόμων, έχει λιγότερους ανθρώπους, που νοιώθεις ότι είναι εκεί για τον ίδιο λόγο. Και σε βγάζει σε ένα από τα πιο όμορφα κομμάτια της πόλης- το Mayfair, εκεί που είναι αδύνατο να χαθείς, με τα υπέροχα κτήρια και τις μικρές τετράγωνες πλατείες, την Αμερικανική πρεσβεία και μια περίεργα όμορφη ανάμνηση για το κτήριο.

ήμουν εκεί πριν μερικές νύχτες και ήταν από αυτές τις νύχτες που δεν περιμένεις να έλθουν αλλά έρχονται. κάτι γίνεται και πας σπίτι αλλιώς, κοιμάσαι σαν κάτι να έχει αλλάξει προς το καλύτερο. και εύχεσαι μερικοί άνθρωποι να έμεναν εδώ κι άλλο και άλλοι να ήταν πιο σταθεροί στις αποφάσεις τους. αλλά τίποτα από τα δύο δεν συμβαίνει και έτσι η ζωή είναι σαν τη ντουλάπα το πρωί. πρέπει να αποφασίσεις, με ό,τι σού δίνεται και όχι με ό,τι θα ήθελες να έχεις, πώς θα πας στο γραφείο αξιοπρεπώς.

στο Gordon's ακούω όμορφες ιστορίες για απρόσμενες και ανατρεπτικές πρωτοχρονιές και αναρωτιέμαι αν είναι στον άνθρωπο ή το Λονδίνο έχει κάτι τέτοιο. καταλήγω ότι είναι ένας συνδυασμός αν και στο Λονδίνο έχεις πάντα περισσότερες πιθανότητες να ζήσεις κάτι παράξενο. άρα μάλλον δεν κατέληξα πουθενά. γυρνώντας σπίτι είναι τόσο κρύα η νύχτα.

κάπου στα δρομάκια του Soho, κατεβαίνοντας τη Poland Str δεν λέμε πολλά και σκέφτομαι τι θα κάνω και φέτος. τελικά ό,τι και να λέω, ο Ιανουάριος δεν με αφήνει να τον δω αλλιώς, παρά σαν αρχή. και πάλι σκέφτομαι όλη την αβεβαιότητα που επικρατεί εδώ, και αυτό το αίσθημα ότι αν κάτι δεν πάει καλά εδώ δεν έχεις και πολλές επιλογές. έχουν περάσει τα χρόνια όπου οι γονείς λειτουργούσαν σαν ένα κάποιο δίχτυ ασφαλείας. από την άλλη πρέπει να πάει καλά. όπως είπε και ένας φίλος τις προάλλες, out of the blue που λέμε κι εδώ 'you are the eternal optimist'. την ίδια έκπληξη ένοιωσα κι εγώ.

πριν λίγο κοιτούσα έξω από τη σοφίτα μου και μερικές μικρές νιφάδες έπεφταν. από αυτές που τις βλέπεις μόνο όταν πέφτουν κοντά στις λάμπες που φωτίζουν το δρόμο. είχαν κάτι όμορφο.

τραγούδι της νύχτας: telefon tel aviv- you are the worst thing in the world