Thursday 26 June 2008

Cheesecake, εκπτώσεις, Euro και τα άλλα παιδιά


Μετά από τις πρώτες (πολλές και άκαρπες) προσπάθειας να βρω δουλειά εν μέσω ύφεσης και αδύναμης οικονομίας (μία μία οι βρεταννικές-αλλά και οι παγκόσμιες- τράπεζες προσπαθούν να βρουν χρήματα -call me ρευστό- για να ενισχύσουν την δυναμική τους -σήμερα ήταν η σειρά της Barclay's) αποφάσισα να κλείσω δύο εισητήρια για να ζήσω κι εγώ τον μύθο μου στην Ελλάδα (και μετά να γυρίσω όταν πάθω το πρώτο πολιτισμικό σοκ).


Σήμερα ωστόσο είχα να προλάβω ένα deadline για ένα άρθρο που πρέπει να δημοσιευτεί. Το editing δεν είχε και τόση επιτυχία και το άρθρο συνεχίζει να έχει 2,000 λέξεις περισσότερες από ό,τι έπρεπε. Εγώ βέβαια το έδωσα όπως και να έχει και τότε ξεκίνησε η μέρα μου (αν και θεωρητικά ξεκίνησε στις 8 που πήγα γυμναστήριο- δεν ξαναπάω πρωί, σέρνομαι).


Ο αποπροσανατολισμένος, μεγάλος (και κρυφός) έρωτάς μου (η Ρ.) μου τηλεφωνεί γιατί έμαθε ότι θα έλθω- και νομίζω ότι είναι η μόνη που χάρηκε τόσο. Έχουμε τόσα σχέδια για λίγες μέρες. Μάλλον δεν θα προλάβω να δω άλλους και δεν με νοιάζει κιόλας.


Παίρνοντας για άλλη μια φορά την Central Line κατεβαίνω στο Holborn για να συναντήσω την G. η οποία τελικά άκύρωσε το σημερινό happening γιατί η Τουρκία έπαιζε ποδόσφαιρο. Τελικά συνάντησα μόνο την Λ. Εδώ έχουν ξεκινήσει οι εκπτώσεις, οι οποίες τελικά είναι ύπουλες. Ενώ οι τιμές είναι συμπαθητικές, τα είδη στα οποία αντιστοιχούν είναι απαίσια. Για άλλη μια φορά συνειδητοποιώ ότι η Βρεταννία είναι η χώρα στην οποία έρχονται τα παπούτσια για να πεθάνουν και ότι τα ρούχα του Paul Smith είναι υπέροχα αλλά κάπως υπερτιμημένα (εγώ ήθελα ένα ροζ t-shirt το οποίο για κάποιο λόγο έκανε 100 λίρες, ενώ η Λ. ερωτεύτηκε μια φούστα-μέχρι που είδε ότι κόστιζε 300 λίρες και το διέλυσαν γιατί δεν έβγαζε πουθενά αυτή η σχέση εκτός ίσως από τη φυλακή).


Σε ένα μαγαζάκι απέναντι εντοπίζω την πολυθρόνα που αγαπάω από τον Le Corbusier και κάθομαι μέχρι να με διώξουν. Τελικά καταλήγουμε να φάμε στο Maxwell's το οποίο έχει ωραιότατα club sandwiches, αν και αυτό δεν είναι το θέμα μας. Το θέμα μας είναι το cheesecake που έχει το οποίο είναι το καλύτερο (το ξέρω ότι το έχω ξαναπεί τουλάχιστον δύο φορές για άλλα μαγαζιά αλλά έτσι είναι εδώ: κάθε μέρα στο Λονδίνο τα cheesecakes γίνονται καλύτερα).


Στο δρόμο για τη Regent str. η κουβέντα πάει μόνο στο θέμα της δουλειάς που δεν βρίσκουμε, στο σπίτι που δεν έχουμε λεφτά να νοικιάσουμε και σε άλλα τέτοια χαρούμενα. Εμένα τα λεφτά στη τράπεζα λιγοστεύουν (εδώ λιγοστεύουν τα λεφτά της ίδιας της τράπεζας βέβαια, τα δικά μου θα αυξάνονταν;) και μάλλον θα καταλήξω στα McDonald's (όχι για φαί).


Όπως και να έχει αγόρασα μια καινούρια βαλίτσα γιατί η τωρινή είναι σαν μπαούλο και αν ταξιδέψω μα αυτή θα μοιάζω με βρεταννό αποικιοκράτη που πάει για σαφάρι στη Κένυα (και εντελώς τυχαία ανακάλυψα ένα μαγαζί με ρούχα για τέτοιες περιστάσεις(!!!!)).


Η καταραμένη εφεύρεση που λέγεται κινητό τηλέφωνο βοηθάει δύο φίλους μας να μας εντοπίσουν για να πάμε σπίτι τους (ωραίοτατο σπιτάκι). Εκεί βλέπουν ποδόσφαιρο (δεν κατάλαβα και πολλά αλλά νομίζω ότι οι παίκτες της Τουρκίας όλο κλωτσούσαν τους Γερμανούς και όχι τη μπάλα), το μόνο ενδιαφέρον είναι η Merkel να χοροπηδάει με τα γκολ και ένα πλάνο του Gul. Η φίλη μου η G. μου είχε πει θυμάμαι ότι οι εφημερίδες στην Τουρκία χρησιμοποιούν πολεμικούς όρους για να περιγράψουν τους αγώνες (είναι και το άχτι τους να κατακτήσουν τη Βιέννη) και ότι νιώθουν ότι η Ευρώπη δεν τους θέλει.


Τελικά η Γερμανία νίκησε με ένα γκολ ενός ξανθού με ανταύγεις (δεν ξέρω περισσότερα) και αποφασίζω να φύγω γιατί δεν έχω κλείσει μάτι με το editing. όση ώρα κοιμήθηκα δε, είδα ένα όνειρο όπου ήμουν πάνω σε έναν βατήρα πισίνας (να σημειώσω ότι έχω υψοφοβία) και δεν ήξερα πώς να κατέβω (εδώ δεν φταίει η υψοφοβία αλλά η βλακεία μου) και όταν τελικά έπεσα στο νερό απλά βυθιζόμουν συνέχεια, χωρίς τέλος. Κάποια στιγμή σταμάτησα αλλά δεν ήξερα που είναι η επιφάνεια.


Στο μετρό του γυρισμού ένας 30χρονος μου χαμογελάει και δεν ξέρω γιατί, δυστυχώς κατέβηκε πρώτος πριν μάθω αλλά δεν πειράζει. Μικρή πόλη είναι. Χαμογέλασα κι εγώ και αναρωτιέμαι πότε θα το φάω το ξύλο.


Το νέο μου βαλιτσάκι χωράει πολλά τελικά (το συμπέρανα μετά από επίμονες και επίπονες δοκιμές που έκανα) και από αύριο αρχίζω την πτυχιακή επίσημα, μαζί με μαθήματα ανοχής του καύσωνα (όχι δεν έχει εδώ, για το ταξίδι τα κάνω).

Tuesday 24 June 2008

Konna yume wo mita


Σ. 22 ετών. Καταγωγή από κάποια χώρα της Ανατολικής Ευρώπης. Αποχαιρετά το σπίτι της σιωπηλά. Δεν λέει αντίο σε κανέναν, δεν της αρέσουν οι αποχαιρετισμοί. εξάλλου ξέρει ότι θα προσπαθήσουν να την εμποδίσουν. Συναντά αυτόν που λίγες μέρες πριν πήρε όλες τις οικονομίες της για να την μεταφέρει σε μια χώρα της Ευρώπης για να ζήσει το όνειρο των ίσων ευκαιριών. Μπαίνει σε ένα φορτηγό, περισσότερο γεμάτο από ό,τι φανταζόταν. Κανείς δεν μιλάει, όλοι δείχνουν τρομαγμένοι. Ένα μικρό αγόρι κλαίει μα σταματά μετά από λίγα λεπτά. Λίγες μέρες μετά σε ένα σκοτεινό δωμάτιο μιας μη οικείας χώρας, ένας άντρας βγαίνει από το δωμάτιό της βιαστικός. Αφήνει λιγότερα λεφτά από ό,τι έπρεπε. Η Σ. σκέφτεται, μέχρι να ξανανοίξει η πόρτα, μακάρι να ήξερε τουλάχιστον ποια χώρα είναι αυτή.. Πού θα ξεκινούσε το όνειρο;



Ο Κ., 24 ετών. Γεννημένος στην Αθήνα. Μεγαλωμένος παντού. Το πρωί ξυπνάει, φωνάζει την Γ., 45, από μια χώρα της Ασίας. Ο χυμός του δεν είναι χωρίς κομματάκια πορτοκαλιού. Και τον γυρνάει πίσω με προσβολές. Της πέφτει μια φωτογραφία με ένα κοριτσάκι. Που είναι ακόμη πίσω. Ο Κ. δεν έχει φτιάξει ποτέ τίποτα με τα δικά του χέρια. Το βράδυ ο πατέρας του Κ., Μ. ιδιοκτήτης κοσμηματοπωλείων του ανακοινώνει ότι η νέα τους εταιρεία έχει ως πρόεδρο τον Κ. Το βράδυ βγαίνει έξω με τους φίλους του να γιορτάσουν. Μένει μόνος να γυρίσει σπίτι, διασχίζει ένα κόκκινο φανάρι. Δεν βλέπει την Σ. Την νιώθει όμως. Είναι σκοτάδι και φεύγει. Από αύριο το όνειρό του ξεκινάει.



Η Ε. 48 ετών. Για πρώτη φορά αρχίζει να λέει στους ανθρώπους τι νιώθει. Οι άλλοι την κοιτούν αμήχανα. Εκείνη το περίμενε από τότε που έφυγε από το σπίτι. Ο πατέρας της την κοιτά ανέμπορος από την αρρώστια του. Το βράδυ μιλάει στον σύζυγό της. Για ό,τι την ενοχλεί. Για τις φορές που δεν ρωτήθηκε για τίποτα. Για τα όνειρα που έζησε μέσω των άλλων. Ο Λ. θυμώνει, η Ε. προσπαθεί να εξηγήσει. Πέφτει πάνω στο σίδερο που καθαρίζει τις στάχτες από το τζάκι.



Η Κ. 22 ετών ετοιμάζεται να φύγει. Για δουλειά στο εξωτερικό. Σαν φωτογράφος. Όταν χτυπά το τηλέφωνο μαθαίνει ότι η εταιρεία άλλαξε ιδιοκτησία. Μια ευγενική γυναικεία φωνή τής εύχεται καλημέρα και τις εκφράζει τις ελπίδες της να μην έχει ξεκινήσει ακόμη για το ταξίδι.



*ο τίτλος είναι ο πρωτότυπος τίτλος στα ιαπωνικά, της ταινίας Dreams του Akira Kurosawa.


Sunday 22 June 2008

24


Παρασκευή 20 του μήνα και ήλθαν πάλι τα γενέθλιά μου. Σοφία δεν έχω αποκτήσει από πέρσι αλλά όπως και να έχει όλο και κάτι έμαθα (ίσως και όχι).


Το πρωί είχα μια συνάντηση με έναν καθηγητή μου για την πιθανότητα να κάνω διδακτορικό. Στον δρόμο για το γραφείο του βλέπω μια πάπια με τα παπάκια της να περπατούν πίσω της, στην αρχή σε σειρά, μετά όπως να'ναι. Μού θύμισαν ένα κινούμενο σχέδιο που είχα δει παλιά. Μέχρι προχτές ήταν η μόνη παρόμοια εικόνα που είχα για τις πάπιες με τα μικρά τους. Ακόμη με εντυπωσιάζει η αφοσίωση που δείχνουν τα θηλαστικά στα "παιδιά" τους.


Στο γραφείο του καθηγητή επικρατεί το γνωστό χάος από σημεία και κακόγουστες σημαίες διαφόρων χωρών του πολυπαθούς πλανήτη μας. (στο γυμναστήριο είχε ειδήσεις και διάβαζα ότι ακόμη και οι κινέζοι έχουν πρόβλημα με την ενέργεια αφού είχαν αρχίσει να χαίρονται που κατανάλωναν ό,τι οι δυτικοί καταναλώνουν από την βιομηχανική επανάσταση και ότι ακόμη και οι οικονομολόγοι καταλαβαίνουν ότι η ενέργεια δεν φτάνει για όλους). Ξέφυγα και το θέμα ήταν άλλο. Με ρώτησε λοιπόν κάτι που ρωτάει όλους του Έλληνες φοιτητές του. Πώς έγινε και ενώ η Ελλάδα έβαλε τις βάσεις της φιλοσοφίας και της πολιτικής και έχει πάψει πια να παράγει ιδέες. Αναρωτιέται τι συνέβη. Μια φοιτήτρια πέρσι του είπε ότι ανακαλύψαμε τη μπύρα. Κλασσική απάντηση έλληνα έχω να πω.


Ωστόσο δεν είχα κάτι καλύτερο να πω. Τι άραγε; ότι άυτό ήταν πριν 5000 χρόνια (άλλο αν ακόμη επικαλούμαστε τους προγόνους μας για να διορθώσουμε την ανεπάρκειά μας), ότι είχαμε 400 χρόνια σκλαβιάς (άλλη προσφιλής δικαιολογία) ή ότι έχουμε βολευτεί στα σκατά και ζούμε για το σήμερα και αύριο βλέπουμε (αυτό ακούγεται πιο φιλοσοφικό κιόλας).


Η ώρα πέρασε με διάφορες συζητήσεις (ασχετες με το θέμα της συνάντησης ως επί το πλείστον) και είχα δουλειές να κάνω. Το απόγευμα βρέθηκα με κάτι φίλους για να πάμε σε κάποιο bar. Τελικά καταλήξαμε στο Beach Blanket Babylon το οποίο έχει μια πολύ όμορφη αυλή, ωραότατα cocktails, όμορφη διακόσμηση (κάτι μεταξύ Βρεταννίας και γαλλικής decadence) και cross dresser party. Ένα παιδί μπαίνει με φόρεμα με παγιέτες (που είχα να δω χρόνια) και καπέλο με φτερό μαζί με έναν φίλο του-σωσία της Kathleen Turner. Όμορφες στιγμές, χαίρομαι που το Λονδίνο είναι τόσο ελεύθερο.


Μετά τα πρώτα τρία pornstar martinis, χορό, και έναν Αυστραλό που πέφτει πάνω μου με κάθε ευκαιρία, φεύγουμε. Η Τουρκάλα φίλη μας θέλει να πάμε σε μέρος ελληνικό. ένας άλλος φίλος μας ήξερε ένα και πήγαμε (Τελικά το μέρος ήταν κυπριακό, με παραδοσιακή μουσική και τα λοιπά. Εγώ όλο το βράδυ δεν κατάλαβα τίποτα γιατί μιλούσαν κυπριακά και δεν έπιανα και πολλά. Οπότε έπινα για να έχω δικαιολογία).


Στον δρόμο, περάσαμε από την Greek str. στο Soho. Περιμένοντας στο φανάρι πιο πέρα, ακούω έναν θόρυβο γνώριμο σε Έλληνες- ένα αυτοκίνητο περνάει με 5 Τούρκους (η G. μού το είπε) που κόρναραν, φώναζαν, έβγαιναν από την ηλιοροφή του αυτοκινήτου τους. Προφανώς η Τουρκία νίκησε κάποιον ή κάτι τέτοιο.


Θυμήθηκα τότε τις εικόνες που έβλεπα στην τηλεόραση πριν από 4 χρόνια και λυπήθηκα που έχουμε φτάσει σε ένα σημείο να περιμένουμε κάτι τέτοια για να χαρούμε. Έχοντας πάρει απόφαση ότι δεν λύνονται όσα έχουμε οπότε ας δούμε ποδόσφαιρο. Και αν και νέος θυμάμαι κάποια χρόνια που ζούσαμε σαφώς καλύτερα. Η ύφεση πάντως έχει φτάσει και εδώ, στην παραδοσιακά δυνατή βρεταννική οικονομία, όπου παρατηρούνται επίσης αυξήσεις σε βασικά είδη- αν και το θέμα δεν έχει σχέση με την Ελλάδα. Αισχροκέρδεια εδώ δεν παίζει. Ύφεση ναι. Κανονική όμως, όχι το είδος που έχει στην Ελλάδα. Nunc est bibendum.


Στο ταξί του γυρισμού σκέφτομαι πόσο όμορφη είναι η πόλη τη νύχτα. Και πόσο κόσμο έχει, παντού. Μέχρι που με διακόπτει ο οδηγός για να μου εξηγήσει πώς λειτουργούν οι κάμερες στους δρόμους. προφανώς έπεσα στον μόνο οδηγό ταξί της πόλης που μιλάει.


Στο σπίτι δεν με περιμένει κανείς (άσχετο απλά λέω) και αναρωτιέμαι τι θα κάνω. Σε δυο μήνες είναι πάλι Σεπτέμβρης.


Αλλά από την άλλη είναι ακόμη Ιούνιος.

Tuesday 17 June 2008

Το βαλς των χαμένων ονείρων


Δεν ξέρω πώς μου ήλθε η ιδέα για αυτό το post. Ακούγοντας χτες πάλι το χαμόγελο της Τζιοκόντας- έναν δίσκο που έχω συνδυάσει με όμορφες αναμνήσεις ερώτων, καλοκαιριών, ενός ήλιου και ενός πλοίου- θυμήθηκα ένα άλλο όμορφο τραγούδι του Χατζιδάκι. Το Βαλς των χαμένων ονείρων. τρυφερό σε σημείο να πονάει, και όμορφο. Μια μουσική φράση ατελείωτη – παραμένει ανοιχτή. Και νιώθεις την επανάληψη.

Και δεν είναι βαρετή όπως θα περίμενε κανείς- αν ήταν κάποιος άλλος και όχι ο Χατζιδάκης. Η διαφορά είναι στην ενορχήστρωση. Η μελωδία ανεβαίνει, κλιμακώνεται ίσως, ηρεμεί, μέχρι που πέφτει ξανά στα μαλακά των μοναχικών πλήκτρων του πιάνου. Και τότε ξεκινάει και πάλι ή ίσως τελειώνει.


Η ομορφιά είναι στο σχήμα ενός κύκλου.


Ο Χατζιδάκις μάς μιλάει για «χαμένα όνειρα», μια ανάμνηση κοινή, από τα λίγα πράγματα κοινά σε όλους μας, όπως για παράδειγμα ο νόστος, τα σπλάχνα, ο ήλιος, το γαλάζιο, οι βουκαμβίλιες του Αιγαίου και χρησιμοποιεί ένα άλλο «χαμένο» πια όργανο, μια λατέρνα. Και ακούγεται η ίδια ανοιχτή μελωδία. Μια μελωδία που ποτέ δεν έχει τέλος - πάντα κάτι χρωστάς. Ή σου χρωστάει.

Το αντίτιμο για τα χαμένα όνειρα. Ή αυτό για να σ’ τα θυμίσει.


Θυμίζει εκείνα τα μουσικά κουτιά που όταν τα ανοίγεις μια μπαλαρίνα χορεύει υπό τους ήχους της ίδιας μελωδίας, ξανά και ξανά.Και πραγματικά, και εκεί η μουσική δεν τελειώνει ποτέ. Απλά εξαφανίζεται. Δεν έχει τέλος ή αρχή αλλά εμφανίσεις.ίσως γι’ αυτό μια ακρόαση δεν φτάνει. Ποτέ δεν πιστεύεις ότι τελείωσε. Νιώθεις την κίνηση, ίσως και μια παιδικότητα. Αλλά ταυτόχρονα μια αίσθηση ανικανοποίητη. Ότι κάτι λείπει. Ότι κάτι δεν ήλθε ποτέ.


Δεν ξέρω αν υπάρχει αλήθεια. Αν υπάρχει θα εμπεριέχεται στο εσωτερικό του κύκλου που νοητά διαγράφει η μελωδία. Αλλά η αλήθεια δεν είναι το ζητούμενο.


Η παιδικότητα χάνεται για να δώσει την θέση της στην ωριμότητα. Μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για βαλς.Η αθωότητα των παιδικών ονείρων δίνει τη θέση της στα ανεκπλήρωτα όνειρα. Και την μελαγχολία- την μόνη ίσως, αυθεντική έκφανση του ανθρώπου. Και ο Παράδεισος των παιδικών μας χρόνων μας κοιτά, όχι σαν νοσταλγία, μα σαν δικαίωμα, όπως θα έλεγε και ο Ελύτης.
Το τραγούδι μπορείτε να το ακούσετε εδώ

Friday 13 June 2008

Το αρκουδάκι χωρίς όνομα


Σήμερα ο Χάρης και ο μπαμπάς του πήγαν βόλτα στην πόλη. Αλλά δεν θα έπαιρναν το αυτοκίνητο αλλά το λεωφορείο. Ο μπαμπάς του Χάρη (το όνομα του μπαμπά του δεν μάς νοιάζει, ο καθένας μπορεί να βάλει όποιο όνομα θέλει) ήθελε να δείξει στον γιο του ένα βιβλίο.
Ο Χάρης παραξενεύτηκε που μπήκαν στο μεγάλο λεωφορείο (ήταν από εκείνα που είχε μάθει να λέει "φυσαρμόνικα" και του άρεσε να κάθεται στη μέση, στο κινητό κομμάτι του λεωφορείου- βέβαια όλο το λεωφορείο είναι κινητό αλλά μόνο εκείνο το κομμάτι άρεσε στον Χάρη). Ποτέ δεν άφηναν το αυτοκίνητό τους (μόνο μία φορά, για να μπουν στο μετρό, τότε που είχε πρωτοανοίξει).


Στο λεωφορείο είχε πολύ κόσμο και δεν είχε θέσεις οπότε ο Χάρης ανάγκασε τον μπαμπά του να κάτοσυν στη μέση (γιούπι!!). Τότε ο μπαμπάς του Χάρη άνοιξε το βιβλίο και το λεωφορείο άρχισε να κινείται.


Πρώτα πήγαν σε ένα παράξενο μέρος, μακριά, η Γη τότε φαινόταν πολύ μακρινή, σαν μπλε κόκκος στο πουθενά. Εκεί ο Χάρης γνώρισε κάτι παράξενα ανθρωπάκια που πότιζαν ένα λουλούδι σε ένα μικροσκοπικό κήπο. Ο πλανήτης του ήταν μικρός και χωρούσε μόνο αυτούς και το λουλούδι (και το σπίτι τους, στο άλλο ημισφαίριο του πλανήτη, λίγα μέτρα πιο κάτω). Το λουλούδι είχε ένα παράξενο όνομα που ο Χάρης τώρα δεν το θυμάται αλλά τα ανθρωπάκια του είπαν ότι το λουλούδι τους έχει όνομα αλλά δεν έχει κιόλας. Γιατί ποτέ δεν είναι ένα λουλούδι. Αλλά αλλάζει χρώματα και διάθεση ανάλογα με το πως νιώθει. Τις τελευταίες μέρες ήταν μωβ τού είπαν αλλά ο Χάρης χάρηκε όταν είδε από μακριά, καθώς έφευγε, ότι το λουλούδι έγινε κόκκινο και έκανε κάτι σαν χαμόγελο. Αλλά τα λουλούδια δεν χαμογελούν σκέφτηκε μετά, τι χαζό. Αλλά ούτε και αλλάζουν χρώματα. Χμμ..


Πριν προλάβει να το σκεφτεί περισσότερο, στη θέση δίπλα του έκατσε ένα μικρό αστέρη από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τού συστήθηκε (Αστέρης λεγόταν- δεν ήταν πρωτότυπο αλλά τού ταίριαζε). Ο Χαρης έμαθε ότι ο Αστέρης το έσκασε από το σπίτι του (τον βοήθησαν τα φωτάκια του δέντρου, προκάλεσαν βραχυκύκλωμα-ο Χάρης δεν το κατάλαβε αυτό- για αντιπερισπασμό και ο Αστέρης το έσκασε). Του εξήγησε ότι πηγαίνει στη θάλασσα να συναντήσει κάτι ζώα που είδε στην τηλεόραση ότι τού μοιάζουν. Ίσως είναι και συγγενείς. Αλλά ο Χάρης τού είπε ότι ότι μπήκε σε λάθος λεωφορείο, το Θ10 πάει στη θάλασσα, και ο Αστέρης κατέβηκε.


Λίγη χρυσόσκονη έμεινε στο κάθισμα και ο Χάρης την κράτησε μήπως ξαναδεί τον Αστέρη.
Το λεωφορείο πήγαινε πιο γρήγορα από ό,τι συνηθίζει (Κυριακή σήμερα) και κόντευαν να φτάσουν. Στην προτελευταία στάση μπήκε ένα αρκουδάκι. Μικρό και καφέ (όλα τα αρκουδάκια καφέ είναι αραγε;). Το αρκουδάκι φαινόταν κουρασμένο. Ο Χάρης ρώτησε τι έπαθε και αυτό τού είπε ότι έχασε το σπίτι του. Το παιδάκι που τον είχε πριν μετακόμισε αλλά ο μικρός αρκούδος χωρίς όνομα (τι κακό κι αυτό να μην δείνουν όνομα στα αρκούδια) δεν πρόλαβε να μπει μέσα στο αυτοκίνητο και προσπάθησε να τρέξει αλλά δεν τους πρόλαβε. Έτσι μπήκε στο λεωφορείο. Ξέρει κάτι αρκουδάκια στην άλλη πλευρά της πόλης, ίσως τον φιλοξενήσουν μέχρι να βρει κάτι να κάνει (σκέφτηκε να κάνει αίτηση για δουλειά σε λούνα παρκ, σε εκείνες τις δουλειές που κάθεσαι σε ένα ράφι μέχρι κάποιος να σε κερδίσει αλλά φοβάται το υψος και τους κλόουν).


(Ντριν)


Το λεωφορείο σταμάτησε απότομα και ο μπαμπάς του Χάρη (μην τον ξεχνάτε, ειναι σημαντικός στην ιστορία μας) πήρε τον Χάρη γρήγορα γιατί θα έχαναν την στάση.


Ο Χάρης δεν θυμάται τίποτα άλλο από εκείνη τη μέρα. Μόνο ξύπνησε το βράδυ στο κρεββάτι του και είδε ένα μικρό καφέ αρκουδάκι που δεν θυμόταν ότι είχε. Φώναξε τον μπαμπά του, αλλά γρήγορα τον πήρε ο ύπνος...


Το αρκουδάκι είναι ακόμη εκεί, ο Αστέρης τελικά (ξανα)χάθηκε αλλά ρώτησε ένα κύριο σε κάτι εκδοτήρια εισητηρίων και βρήκε τους Αστερίες-αλλά δεν ήταν συγγενείς. Και το μικρό λουλούδι παραμένει κόκκινο. Για πόσο;



Η ιστορία είναι αφιερωμένη στον Κ. και στον μπαμπά του που τού λείπει.

Monday 9 June 2008

Μάθε να πέφτεις, προτού μάθεις να πετάς


Από χθες έχουμε και εδώ καλοκαίρι. όπως θα έπρεπε να είναι το καλοκαίρι. Ζεστό αλλά χωρίς να ψάχνεις μονίμως για σκιά, με ένα ελαφρύ αεράκι κάθε τόσο να σε ηρεμεί, και καταγάλανο ουρανό με μερικά λευκά σύννεφα για παιχνίδι.


Τουλάχιστον έτσι είναι για μένα το ιδανικό καλοκαίρι.


Ψέμματα, υπάρχει και η Αμοργός στο ιδανικό καλοκαίρι αλλά θα πρέπει να συμβιβαστώ

φέτος.


* * *


Τη Πέμπτη βρέθηκα στο Μουσείο Επιστημών, στο South Ken. Το πρώτο πράγμα που βλέπεις όταν μπαίνεις μέσα είναι μια πινακίδα που σε ενημερώνει ότι ζούμε σε μια εποχή όπου είναι δύσκολο να εξαφανιστείς ή να χαθείς. Έχουμε κινητά, συσκευές πλοήγησης, πιστωτικές κάρτες που θα σε εντοπίσουν ακόμη και στην Ανταρκτική (ειδικά αν χρωστάς). Δεν ξέρω αν την έχουν τοποθετήσει εκεί για απειλή, για ενημέρωση (ειδικά εδώ που από το σπίτι μου μέχρι το κέντρο, οι κάμερες με έχουν αποθανατίσει περίπου 3000 φορές- τις περισσότερες στο κακό μου προφίλ, ή αγουροξυπνημένο), ή για να σού δείξουν που έχει φτάσει η επιστήμη.


Όπως και να έχει το Μουσείο είναι συμπαθέστατο. Κάπως πιο ενδιαφέρον από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και με λιγότερα παιδάκια. Το καλύτερο ήταν ο δεύτερος όροφος (ίσως ήταν ο τρίτος, η μνήμη μου δεν με βοηθά τελευταία), ο οποίος ήταν αφιερωμένος στο ανθρώπινο γονιδίωμα. Εκεί έμαθα ότι υπάρχει καταγεγραμμένη φοβία στο μωβ χρώμα (ίσως το έχω αναφέρει πάλι, μού έκανε εντύπωση).



Βαδίζει μες στην ομορφιά
σαν τη νύχτα τόπων άνεφων κι ενάστρων ουρανών
κι όλες του σκότους οι χαρές και του φωτός
στα μάτια της και στη μορφή της συναντιούνται
(Lord Byron)



Σήμερα η μέρα ήταν αναζωγονητικά ήρεμη. Δεν έγραψα τίποτα για την πτυχιακή μου, παρά έκανα κάτι δουλειές που έπρεπε να κάνω, γράφτηκα επιτέλους γυμναστήριο, και μετά πήγα στο παρκάκι εδώ πιο πέρα και ξάπλωσα. Πήρα μια πετσέτα, λίγο νερό, τη μουσική μου και ένα βιβλίο.


Πιο πέρα ένα ζευγάρι (μοιάζουν και οι δύο σκανδιναβοί) χαίρεται τον ήλιο. Παραδίπλα ένας παππούς κάθεται σε ένα παγκάκι. Φαίνεται να είναι απομεινάρι της παλιάς βρεταννικής αυτοκρατορίας. Η κοπέλα δίπλα μου γράφει κάτι στον vaio της. Έχω μια απορία αλλά βάζω Sonic Youth και ξεχνιέμαι. Τα σύννεφα αλλάζουν θέση και σχήμα. Κάπως έτσι φθάνω να ακούω PJ Harvey καιThom Yorke, σε ένα κομμάτι από το stories from the city, stories from the city, το οποίο πολύ πρόσφατα απέκτησε νέο συνειρμό. Και δεν είμαι σίγουρος αν το μετάνοιωσα.


Θυμάμαι ένα live των Radiohead τον περασμένο Ιανουάριο. Και πόσο άλλαξαν τα πράγματα από τότε. Και πόσο αδύναμοι παρέμειναν μερικοί άνθρωποι από τότε. Σκέφτομαι ότι η αδυναμία, μαζί με την αγένεια, είναι δύο πράγματα που δεν συγχωρώ σε έναν άνθρωπο. ίσως είμαι σκληρός. Σίγουρα όμως είναι καλύτερο το ότι δεν θα κάνω παιδιά.


Ακούω το Lucky από το OK Computer και καταλαβαίνω για μια ακόμη φορά ότι δεν έχω ξεπεράσει ακόμη αυτόν τον δίσκο.


Ακολουθεί το numb από τους Portishead. Δεν θυμόμουν ότι το έχω βάλει στο mp3. Ίσως το έκανα ηθελημένα. Για να μην ξεχάσω. Λες και γίνεται. Ιανουάριος 2004. Κυριακή, την άλλη μέρα έδινα Διοίκηση Ανθρωπίνων Πόρων. Ο Π. κι εγώ..


Διάφορα έντομα με επιβουλεύονται. Τίποτα το ιδιαίτερο δυστυχώς. Αραχνοειδή και μυρμήγκια. Τα διώχνω, δεν μου πάει να τα σκοτώσω.


Πιο πέρα ένα πουλί σκοτώνει ένα σκουλήκι. Μόνο σε ντοκιμαντέρ το είχα δει αυτό. Το χτυπάει πολλές φορές. Είναι νεκρό μα συνεχίζει να το χτυπάει. Δεν καταλαβαίνω γιατί χρειάζεται τόση βία.


Δεν καταλαβαίνω γιατί ακόμη δεν μάθαμε πώς να πέφτουμε.


Ίσως επειδή ο καθένας συναρμολογεί τα κομματάκια της ζωής του με τον δικό του τρόπο.

Monday 2 June 2008

An urban history of photography @ Tate Modern






Φθινοπωρινός καιρός και σήμερα και η Tate με υποδέχεται με την πρόσοψή της γεμάτη street art (φωτό 1-2), κομμάτι της ομώνυμης έκθεσης που φιλοξενεί. όχι μέσα στους χώρους της. Το ίδιο το κτήριο παίζει τον ρόλο του εκθεσιακού χώρου.


Η έκθεση του τίτλου της παρούσης ανάρτησης είναι η πρώτη απόπειρα να εξερευνήσει τη φωτογραφία μέσω της παράλληλης ανάπτυξης των δύο σημαντικότερων τόπων της: το στούντιο και τον δρόμο. όλες οι φωτογραφίες της έκθεσης έχουν τραβηχτεί είτε στον ένα χώρο είτε στον άλλο. Μέσα από τόσες φωτογραφίες φαίνεται πώς έχει μεταβληθεί η στάση του φωτογράφου αλλά και του αντικειμένου του.


Η έκθεση αρχίζει με μια φωτογραφία του Charles Nègre, η οποία παρά την φαινομενική της απλότητα χρειάστηκε αρκετές ώρες, καθιστώντας αυτό που κάποιος βλέπει σαν ένα snapshot, μια προσεκτική χορογραφία. Ο επόμενος χώρος ήταν αφιερωμένος σε φωτογραφίες περαστικών, τραβηγμένες στον δρόμο. Τα αντικείμενα των φωτογραφιών πολλές φορές δεν ήξεραν ότι φωτογραφίζονταν. Είναι ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς τις μαρτυρίες μιας φωτογράφου για τις αντιδράσεις των ανθρώπων που φωτογράφιζε. όλοι είναι με καλυμένα μάτια, άλλοι ωστόσο ήθελαν την φωτογράφισή τους. Άλλοι ήταν δύσπιστοι ενώ άλλοι εχθρικοί. Ο Ed van der Elsken ακολούθησε μια γυναίκα στους δρόμους του Hong Kong, αγγίζοντας τα όρια της παρακολούθησης.


Πολλές φορές οι φωτογραφίες, ταξινομημένες ανά δεκαετία απεικονίζουν την πολιτική κατάσταση της κοινωνίας. Φωτογραφίες παιδιών να δουλεύουν στους δρόμους της Νέας Υόρκης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα δίνουν τη θέση τους σε φωτογραφίες ανθρώπων να εργάζονται στη Γερμανία του '30, μια χώρα που προσπαθούσε να κατάνοήσει τον εαυτό της μετά από μια ταπεινωτική ήττα, και συνάμα βυθισμένη στη φτώχεια. Ο Henri Cartier-Bresson φωτογραφίζει έναν άντρα να κοιμάται σε έναν δρόμο της Ισπανίας (φωτό 3), την ίδια περίοδο που ο Manuel Alvarez Bravo φωτογραφίζει το νεκρό σώμα ενός εργάτη μετά από ταραχές σε μια απεργία(φωτό 4).


Τα χρόνια του μεσοπολέμου δείνουν την αφορμή για φωτογραφίες πιο "πλούσιες" , προορισμένες για μια τάξη που ψάχνει για κομψότητα, λάμψη και περηφάνια για τη νέα μεσαία τάξη, που γι'αυτό το λόγο χαρακτηρίστηκε ως photocracy. Λίγα χρόνια μετά η Diane Arbus απεικονίζει τον νέο πλούτο μιας Αμερικής που βγήκε νικήτρια και σχεδόν αλώβητη από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πρόσωπο μιας γυναίκας στην 5η Λεωφόρο της Ν. Υόρκης (φωτό 5).


Ένας διάδρομος αφιερωμένος στους "επιβάτες", ανθρώπους στο μετρό του Λονδίνου χαμένους σε προσωπικές σκέψεις ενώ σε δημόσιο χώρο οδηγεί σε φωτογραφίες της μεταπολεμικής περιόδου όπου σημαντική θέση έχουν οι φωτογραφίες για περιοδικά μόδας. Η γαλλική Vogue αφιερώνει ένα εξώφυλλο στον William Klein που φωτογραφίζει μια γυναίκα σε ένα φόρεμα Dior, στα σκαλιά του Γαλλικού Κοινοβουλίου.


Ένας τοίχος είναι αφιερωμένος στους paparazzis με φωτογραφίες των Mick Jagger, Mia Farrow, Woody Allen. Πιο πέρα η Marilyn Monroe σε μια φωτογραφία με τον τίτλο Jump, και την ίδια να φωτογραφίζεται πηδώντας, και χαρούμενη. Στην Ιαπωνία, ο Nobuyoshi Araki ημιουργεί την σειρά Tokyo, με ζεύγη φωτογραφιών. Η μία δείχνει ιάπωνες στους δρόμους του Τόκυο και από κάτω μια νεαρή γυναίκα αυνανίζεται. Δεν ξέρω αν ο φωτογράφος ήθελε να δείξει αυτό, αλλά μού φάνηκε ενδιαφέρουσα η αντιπαράθεση, δύο εικόνων χαρακτηριστικών στην δυτική αντίληψη για την Ιαπωνία. Από την μία η εμμονή τους με την δουλειά, από την άλλη ο ερωτισμός των γυναικών- που έχει γίνει πιο έντονος με τα manga.


Η φωτογραφία της αφίσας της έκθεσης (βλ. προηγούμενη ανάρτησή μου) είναι από τον Juergen Teller, ο οποίος ζήτησε από εκατοντάδες κορίτσια να φωτογραφηθούν, και το έκανε αποθανατίζοντάς τις να καπνίζουν, να ποζάρουν για δοκιμές, να ορίζονται σαν ενήλικοι.