Ι
Ξύπνησες νωρίς από
Της τιμωρίας τον ύπνο, Φαίδρα.
Κι η ζωή,
Ζητά τα απολεσθέντα.
Τη ξεγέλασε το περίτεχνο νανούρισμα
Της αγκυροβολημένης
Στη φεγγαράδα βάρκας.
Κόπηκε το σχοινί
Του μεταξιού, και
Στο ασημί πέλαγος, χάθηκε.
Σελήνη τριών ημερών,
Ταξίδι απείρου χρόνου,
Προορισμός, ποιος να ξέρει;
Ο πεχλιβάνης του ονείρου μας
Αποφασίζει.
Ένα σημάδι μόνο,
Στον αέρα.
Σήματα ενός άγνωστου κώδικα.
Έψιλον, ρω, ωμέγα, ταυ, άλφα, σίγμα,
Τελικό και μοιραίο.
Όχι αγάπη.
Και στο βάθος αναβλύζουν
Η Αμοργός, η Αλόννησος, η Αστυπάλαια,
Στο άρμα του ήλιου δεμένες,
Κι εμείς ακόλουθοι
Στο χορό της λύρας του Φοίβου.
ΙΙ
Δύο αστέρια είδα απόψε,
Νέα στη γειτονία της ματαιότητας.
Αναρωτήθηκα τι είναι,
Και τότε,
Η θέση άλλαξε και είδα.
Ο δέκατος θαμώνας
Της παρέας της γλώσσας,
Φανερώθηκε.
Από καιρό αναμενόμενη επίσκεψη
Από αποστολέα γνωστό,
Αποδέκτη σε αναμονή,
Μα διεύθυνση άγνωστη.
Ποιο τυχερό χώμα
Πατά το πόδι σου
Και σβήνει πίσω του η ιστορία;
Ποια θάλασσα ταξιδεύει τη μορφή σου,
Τη σχηματισμένη από
Ρόδα, ηλιοβασιλέματα και γιασεμιά;
Ποιος άνεμος μάζεψε
Τα χαμένα πια κομμάτια
Της απύθμενης αβύσσου της μοίρας,
Και σε ένωσε;
Ξύπνησες νωρίς από
Της τιμωρίας τον ύπνο, Φαίδρα.
Κι η ζωή,
Ζητά τα απολεσθέντα.
Τη ξεγέλασε το περίτεχνο νανούρισμα
Της αγκυροβολημένης
Στη φεγγαράδα βάρκας.
Κόπηκε το σχοινί
Του μεταξιού, και
Στο ασημί πέλαγος, χάθηκε.
Σελήνη τριών ημερών,
Ταξίδι απείρου χρόνου,
Προορισμός, ποιος να ξέρει;
Ο πεχλιβάνης του ονείρου μας
Αποφασίζει.
Ένα σημάδι μόνο,
Στον αέρα.
Σήματα ενός άγνωστου κώδικα.
Έψιλον, ρω, ωμέγα, ταυ, άλφα, σίγμα,
Τελικό και μοιραίο.
Όχι αγάπη.
Και στο βάθος αναβλύζουν
Η Αμοργός, η Αλόννησος, η Αστυπάλαια,
Στο άρμα του ήλιου δεμένες,
Κι εμείς ακόλουθοι
Στο χορό της λύρας του Φοίβου.
ΙΙ
Δύο αστέρια είδα απόψε,
Νέα στη γειτονία της ματαιότητας.
Αναρωτήθηκα τι είναι,
Και τότε,
Η θέση άλλαξε και είδα.
Ο δέκατος θαμώνας
Της παρέας της γλώσσας,
Φανερώθηκε.
Από καιρό αναμενόμενη επίσκεψη
Από αποστολέα γνωστό,
Αποδέκτη σε αναμονή,
Μα διεύθυνση άγνωστη.
Ποιο τυχερό χώμα
Πατά το πόδι σου
Και σβήνει πίσω του η ιστορία;
Ποια θάλασσα ταξιδεύει τη μορφή σου,
Τη σχηματισμένη από
Ρόδα, ηλιοβασιλέματα και γιασεμιά;
Ποιος άνεμος μάζεψε
Τα χαμένα πια κομμάτια
Της απύθμενης αβύσσου της μοίρας,
Και σε ένωσε;