Σήμερα, σε μία από τις ονειροπολήσεις χωρίς σκοπό μήτε αξιοπρέπεια που συνιστούν μεγάλο μέρος της πνευματικής ουσίας της ζωής μου, με φαντάστηκα ελεύθερο για πάντα. Ένιωσα σε όνειρο την απελευθέρωσή μου, σαν όλες οι θάλασσες του Νότου να μού προσέφεραν νησιά θαυμαστά για να τα ανακαλύψω. Θα ήταν για μένα η ανάπαυση, η επίτευξη της τέχνης, η πνευματική ολοκλήρωση του είναι μου.
Μετά από δύο ώρες στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, ακούγοντας από Interpol και Blonde redhead μέχρι Jacques Brel και Madredeus φτάσαμε στο εκκλησάκι. Σπάνια τα συμπαθώ. Ποτέ δεν μπορώ να νιώσω την κατάνυξη, η την συγκίνηση, ή το δέος που νιώθουν αυτοί που αυτοχαρακτηρίζονται χριστιανοί μετά από 12 χρόνια εξαναγκαστικής εκμάθησης της χριστιανικής θρησκείας στα σχολεία.
Και τώρα δεν αποτελεί εξαίρεση. Ωστόσο είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι το εκκλησάκι είναι σκαλισμένο σε έναν βράχο. Με παρούσα την απαραίτητα εκσυγχρονιστική πινελιά του κλιματιστικού. Αν και δεν τους αδικώ. Είναι μέσα Ιουλίου, η πέτρα καίει και αέρας δεν έρχεται από πουθενά, αφού το εκκλησάκι είναι περικυκλωμένο από βράχους.
Κάθομαι όπως πάντα έξω και κοιτάω την θάλασσα και την πεδιάδα που φαίνονται στο βάθος. Ακούω το παιδάκι να κλαίει και αναρωτιέμαι για το βάρβαρο του εγχειρήματος αλλά δεν μιλάω γιατί βαριέμαι τους αφορισμούς περί αιρετικού της οικογένειας. Δίπλα μου μια πηγή φέρνει νερό από τον βράχο και μια ταμπέλα αναφέρει ότι το νερό είναι καθαγιασμένο. Ποιο δεν είναι; Ας ρωτήσουν κάποιον που δεν έχει, όχι που το σκορπαει.
Σε ένα παραθαλάσσιο ταβερνάκι ασυνάρτητες και ως επί το πλείστον κουβέντες με βοηθούν να σκοτώσω τον χρόνο μου, ενώ η θάλασσα πιο δίπλα απλά καθρεπτίζει την ματαιότητα της μέρας και με κοροιδεύει.
Για όποιον η θάλασσα στον ήλιο είναι "τοπία"- η ζωή μοιάζει εύκολη και ο θάνατος επίσης. Αλλά για τον άλλον είναι κάτοπτρο αθανασίας, είναι "διάρκεια". Μια διάρκεια που μόνο τον το ίδιο της το εκθαμβωτικό φως δε σ'αφήνει να τη συλλάβεις.
Στο δρόμο του γυρισμού με εντυπωσιάζει η νέοαποκτηθείσα ηρεμία στις σχέσεις μας. Και βάζω στοίχημα με τον εαυτό μου πόσο θα κρατήσει. Πάνω στη γέφυρα βλέπω τον ήλιο πάλι να λαμπυρίζει και σκάφη και ξεχασμένα οχηματαγωγά να διασχίζουν νωχελικά το νερό. Τα πλοία παραμένουν το αγαπημένο μου μέσο για ταξίδια. Ο τρόπος που κινούνται στη θάλασσα, η αρμύρα στο κατάστρωμα, το κύματα που φαίνονται από το παράθυρο, η θέα του λιμανιού, ειδικά τη νύχτα. Με τα φώτα του και τα αστέρια του ουρανού.
Ένας πλήρης, αυτάρκης και συγκροτημένος κόσμος που μού ανταποκρίνεται και τού ανταποκρίνομαι και εισχωρούμε μαζί σαν ένα σώμα στον κίνδυνο κι στο θαύμα.
* * *
Μεσημέρι στο καλοκαιρινό Λονδίνο. Στο καλοκαίρι που ξεκινά τέλη Ιουλίου για να τελειώσει αρχές Αυγούστου, με μερικά previews. Η ζέστη αρκετή, η υγρασία περισσότερη, εγώ αναγκαστικά με κοστούμι, με τη γραβάτα να με καταδυναστεύει. Το μετρό έχει ένα πρόβλημα με τους υπόγειους φωτεινούς σηματοδότες του και σταματά μεταξύ δύο σταθμών. Ζέστη, τοίχος και από τις δύο πλευρές και πολύς κόσμος.
Η επιστροφή είναι πιο δύσκολη αφού (όπως παντα, έχω ένα θέμα με αυτό) έκατσα στη πλευρά του τραίνου που χτυπιέται από τον ήλιο. Η G. μου ζητά να πάμε βόλτα αφού έχει πια νυχτώσει.
Έχει αρχίσει να φυσάει, και η υγρασία παραμένει. Μου θυμίζει νησί το καλοκαίρι και αμέσως θυμάμαι ότι βρίσκομαι όντως σε νησί. Στο δρόμο η G. μού μιλάει για την προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. και σκέφτομαι ότι όποτε διάβαζα για αυτό το θέμα, πάντα αναλύονταν από τη πλευρά της Ε.Ε. και ποτέ από αυτής της Τουρκίας. Εντυπωσιάζομαι από το ότι διαφωνεί με την κατοχή της Κύπρου και πιστεύει ότι αν όι Τουρκοκύπριοι βρουν λύση με τους Ελληνοκύπριους, οι πρώτοι θα "πουλήσουν" τους Τούρκους και τις θεωρίες περί αδερφότητας, και αναρωτιέμαι για τις αντιστοιχίες.
Το θέμα πηγαίνει στον Κεμάλ αλλά όποιος είναι έξω από το χωρό πολλά τραγούδια ξέρει.
Φτάνοντας σπίτι βάζω την κάρτα στην πόρτα και πιάνει βροχή. Απότομη και δυνατή. Με αστραπές, κεραυνούς και όλα τα παρελκόμενα. Ένας παιδί τρέχει μούσκεμα χωρίς μπλούζα. Από το παράθυρό μου βλέπω τη βροχή να πέφτει στα φώτα του πάρκου απέναντι. Πέφτει κάθετη, αποφασιστική.
Η βροχή έχει σταματήσει πια. το γρασίδι λάμπει και μυρίζει βροχή.
Σ.Σ. Το πρώτο απόσπασμα είναι από το Βιβλίο της ανησυχίας του Μπερνάρντο Σοάρες (Φερνάντο Πεσσόα), ενώ τα δύο άλλα από τον Μικρό Ναυτίλο του Οδυσσέα Ελύτη.