Πρώτες μέρες μετά τις Βρυξέλλες για μένα, πρώτες μέρες του Κ. μετά το San Fransisco και έχει συννεφιά, βροχή και κρύο για 4 μέρες συνεχόμενα. Καθόμαστε σε κάτι πράσινες καρέκλες σε έναν παράδρομο του Covent Garden να μην μας πιάνει η τουριστίλα και γκρινιάζουμε γιατί θέλουμε να φύγουμε. Κάποια στιγμή μού λέει ότι έχω ντυθεί σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο, κοιτάω την αντανάκλασή μου στη τζαμαρία πιο δίπλα, το γαλλικό μου πουλόβερ μοιάζει όντως κάπως χριστουγεννιάτικο, και σε συνδυασμό με το τσάι και τα βουτηματα και τις κινήσεις μου, νοιώθω κάτι μεταξύ παππού και Κέρμιτ στα χριστουγεννιάτικα επεισόδια του muppet show.
Σε μια pub μια άλλη μέρα έχουμε βγει για να αποχαιρετίσουμε μια συνάδελφο. Κάθομαι και ακούω διάφορες θεωρίες σχετικά με το γιατί η Ελλάδα είναι όπως είναι, νομίζω ότι έχω κουραστεί με αυτή τη συμεριφορά, κάθομαι και πίνω το κρασί μου σιγά-σιγά, στο μυαλό μου σιγοτραγουδώ το army of me, μια κοπέλα απέναντι με κοιτά βαριεστημένα, είναι ανάμεσα σε μια παρέα τραπεζιτών, νοιώθω ότι είμαστε kindred spirits. Μού ρίχνει μια ματιά ακόμη, αφήνω το ποτήρι μου και λέω σε όλους ότι πρέπει να φύγω. Στο δρόμο μπαίνω σε έναν κήπο για να περπατήσω ως το μετρό, έχει δροσία, το ποτάμι μοιάζει γκρίζο όπως και όλη η μέρα, στο μετρό οι πράσινες θέσεις είναι μια ευχάριστη αλλαγή.
Καλοκαίρι για 2 ολόκληρες μέρες και η βόλτα με έβγαλε στη πλευρά του Τάμεση που βρέχει το δικό μου κομμάτι της πόλης. Παιδάκια παίζουν ποδόσφαιρο με μπαμπάδες, εμείς περπατάμε με strawberry cider στο χέρι και ψάθινα καπέλα και σκέφτομαι ότι μόνο ένα παρασόλ μου λείπει. Σε ένα παγκάκι πιο πέρα, σε ένα φυσικό μπαλκόνι βλέπω τον Τάμεση, κάτι βαρκούλες, ένα πλοίο, έναν κατακόκκινο κωπηλάτη, έναν που κάνει καγιάκ όρθιος και στοιχηματίζουμε πόσο θα αντέξει πριν πέσει. τελικά το χάνουμε και οι δύο το στοίχημα. Σε μια άλλη pub καθόμαστε σε έναν κήπο βάζοντας στοίχημα με τον R ποιος είχε πιο τραυματική παιδική ηλικία. όταν του λέω ότι γεννήθηκα από σπασμένο προφυλακτικό κερδίζω και παίρνω το έπαθλο που ήθελα. Κάποια στιγμή, είμαστε εμείς και 4 παρέες, ξεκάθαρα όλοι μεθυσμένοι και εμείς σε έναν καναπέ να μετράμε πόσες ωρες πέρασαν και πόσοι στέκονται ακόμη. Μια γυναίκα εκείνη την ώρα πέφτει από το σκαμπό της, διπλά της το σκυλί της, ατάραχο, την κοιτά σαν να το περίμενε. Κοιτάει από εδώ και από εκεί, θα ορκιζόμουν ότι αν μπορούσε θα ξεφυσούσε, θα έλεγε ένα 'όχι πάλι, με τη τρελλή θα πάω σπίτι' και θα έφευγε με τη μουσική του Σνούπι στο βάθος.