Ο Moby παίζει στο βάθος και η οθόνη είναι γεμάτη φωτογραφίες ενός project όπου άγνωστοι άνθρωποι φωτογραφίζονται στο δρόμο σαν να είναι οικογένειες, ζευγάρια, οτιδήποτε. Μια απίστευτη μα επίπλαστη οικειότητα βγάζει το project αλλά σε συνδυασμό με το τραγούδι που δεν λέω να σταματήσω να ακούω νοιώθω ότι είμαι σε αποβάθρα του μετρό, στην άλλη πλευρά της πόλης, σε ένα πιο rough σκηνικό, τα τρένα περνούν γρήγορα, όλα σε fast forward, τα φώτα των αυτοκινήτων στους δρόμους γύρω από το Canary Wharf είναι μόνο φωτεινές γραμμές, κόκκινες και πορτοκαλί, δεν βλέπεις πια από ποια αυτοκίνητα έρχονται, όλα πάνε γρήγορα.
Στο εξώφυλλο του be the one, που ακούγεται σαν προτροπή, σαν ευχή ακόμη, μια υπόγεια διάβαση. Μού θυμίζει το μετρό του Βερολίνου, ένα Σάββατο βράδυ, στην Alexanderplatz, με σαντουιτς αγορασμένα σε άπταιστη γερμανική και λίγη νοηματική, την πιο απίθανη ενέργεια που έχω δει σε μεγάλη πόλη στη 1 το βράδυ. Αλλά μού θυμίζει και ένα βράδυ σε ένα υπόγειο τμήμα της Συγγρού, ίσως ήταν και η Καλλιρόης, μυστήριοι δρόμοι και οι δύο, να περπατάμε στη νησίδα στη μέση και να μού βγάζεις φωτογραφίες. Στο μυαλό μου έπαιζε ένα τραγούδι από το 100th Window που σιγοψιθύριζα.
Μπαίνω σε εκείνο το μικρό βιβλιοπωλείο που επί δύο χρόνια τώρα προσπερνώ βιαστικός, κρατώντας χρυσάνθεμα. Τα αγαπάω τα χρυσάνθεμα. Στον πάγκο έχουν ένα λεύκωμα του Hopper αλλά άλλο μού τράβηξε την προσοχή- ένα λεύκωμα για την Αθήνα, με υδατογραφίες χειροποίητες και μικρά κείμενα για τα μνημεία που απεικονίζουν οι υδατογραφίες. Είναι όλες λουσμένες στο φως, σε κάνουν να πιστεύεις ότι η Αθήνα δεν έχει ποτέ γκρι, μόνο ο αττικός ήλιος υπάρχει και τίποτε άλλο δεν έχει σημασία. Πολλές φορές αυτό ισχύει στην Αθήνα αλλά κάποιες βραδυές σε μισοφωτεισμένα δρομάκια πίσω από την Παλαιά Βουλή μετρούν εξίσου.
Ένα βράδυ Τρίτης βρέθηκα στο Royal Festival Hall για ένα κονσέρτο του Mahler. Η θέα από το μπαλκόνι στον 5ο ήταν σαν καρτ-ποστάλ. Δύο από τις πιο όμορφες γέφυρες της πόλης, το Κοινοβούλιο, το Savoy, το παράθυρο του γραφείου μου, όλα μπροστά σου, με το ποτάμι στη μεση. Ποτέ δεν θα πάψω να λέω ότι θεωρώ υπέροχο το ότι ζω σε μια πόλη με ποτάμι. Κι ας μην έχει θάλασσα. Δεν θα του ταίριαζε του Λονδίνου. Τουλάχιστον όχι αυτού του Λονδίνου που εγώ αγαπάω.
Η ορχήστρα παίζει και αν και δεν έχει κάτι συγκεκριμένο να δεις, έχω γαντζωθεί από τη κουπαστή και κοιτάω τις εναλλαγές των οργάνων, το πόσο συντονισμένα χρησιμοποιούν όλοι τα χέρια τους, το πόσο θεατρική είναι μια ορχήστρα που για μία ώρα δεν έχει κουνηθεί.
Στο δρόμο για το μετρό βλέπω το Gordon's και νοιώθω απαίσια όταν πιάνω τον εαυτό μου να γελάει με τους τουρίστες που έχουν κάτσει έξω και τοφωτογραφίζουν, ή κοιτούν αυτούς που κάθονται στην αυλή και πίνουν κρασί. Καμμια φορά είναι λες και είμαστε σε μια γυάλα για να μάς κοιτούν ως σπάνιο είδος: Λονδρέζος, αυτός ο άγνωστος.
τραγούδι της ημέρας: Moby- Victoria Lucas