Το ποστ αυτό είναι για ένα νησί και ένα καλοκαίρι. Κοντεύουν τρία χρόνια. Ακούγεται κλισέ αλλά είναι όλα πολύ κοντά και πολύ μακριά ταυτόχρονα. Αυτό που εννοώ είναι ότι σαν αναμνήσεις είναι όλα εδώ. Αλλά από τότε έχουν αλλάξει τόσα που είναι σαν να είμαστε άλλοι. Σε άλλη φάση περισσότερο. Αλλά και άλλοι άνθρωποι. Καλύτεροι.
Ο χρόνος δεν έχει σημασία στο κοντά ή το μακριά. Γενικά ο χρόνος σε αυτό το μπλογκ λειτουργεί περίεργα.
Κατά τη συγγραφή του ποστ αυτού ακούστηκαν οι: Mazzy Star, Porcupine tree, tindersticks, PJ Harvey, Radiohead, Blonde Redhead, Monsieur Minimal, Portishead, Mylene Farmer, Noir Desir, Tori Amos
Το ποστάκι είναι για τη Β. και τη Ρ. Και ειδική μνεία στον unclescrooge. Με τον οποίο νομίζω μοιραζόμαστε την παράξενη ιθαγένεια αυτού του νησιού.
Το πρώτο που θυμάμαι είναι να είμαστε οι τρεις μας στο κατάστρωμα. Δεν θυμάμαι καθόλου το πώς φτάσαμε στον Πειραιά, ούτε τη διαδικασία μέχρι να μπούμε στο πλοίο. Όλα αρχίζουν από την ώρα που κάτσαμε σε 6 καρέκλες στο κατάστρωμα (ήμαστε 3 αλλά θέλαμε κάπου να βάλουμε τα πόδια μας). Ποτέ δεν καθόμαστε μέσα. Στο κατάστρωμα είναι όλα τα καλά.
Ειδικά όταν σκοτείνιασε. Και ακούγαμε μόνο τη θάλασσα, και βλέπαμε μόνο αυτή. Πού και πού βλέπαμε κάποιο νησί. Αυτό που έχει πάντα ενδιαφέρον είναι να βάζεις στοίχημα ποιος θα κατέβει σε ποιο νησί. Ειδικά όταν μιλάμε για νησιά όπως η Πάρος. Πηγαίνοντας προς την Άγονη Γραμμή, μέναμε λιγότεροι. Φτάσαμε αργά στο νησί, νομίζω ήταν 4, ίσως 5. Πήραμε ένα λεωφορείο για την Αιγιάλη. Ούτε Κατάπολα, ούτε Χώρα. Αιγιάλη. Εκεί φτάσαμε στο camping, νοικιάσαμε μια σκηνή, ευτυχώς ήταν στημένη. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια.
Οι υπόλοιπες μέρες πέρασαν με τον ίδιο τρόπο. Πρωινό στο μαγαζάκι του camping, μπάνιο στη παραλία της Αιγιάλης (στη δεξιά πλευρά που έχει λιγότερες οικογένειες), φαγητό, ντους για να φύγει το αλάτι κατά τις 11 το βράδυ. Η αίσθηση του αλατιού πάνω στο δέρμα είναι όντως υπέροχη. Θυμάμαι ωστόσο διάφορα πράγματα χαρακτηριστικά.
ένα βράδυ που γυρνούσαμε από το Πασπαρτού, μέσω της παραλίας, ξυπόλητοι. Και καταλήξαμε να κάνουμε μπάνιο. Και οι 3 τσακιστήκαμε σε έναν βράχο, αλλά γελάγαμε. Μια βόλτα στο κάστρο, στη Χώρα, με το φουλάρι της Β. να κυματίζει από τον αέρα και να τη φωνάζω Ισιδώρα Ντάνκαν. Η ησυχία εκεί πάνω είναι εντυπωσιακή. Γενικά, ισχύει αυτό στο νησί. Υπάρχουν μέρη που είσαι απλά εσύ και κανείς άλλος. Κάτι μη απτό ίσως.
Ένα απόγευμα καθόμαστε σε μια μικρή αποβάθρα που χωρίζει τη παραλία της Αιγιάλης στα δύο. Βρέχουμε τα πόδια μας και ο ήλιος σιγά-σιγά πέφτει. Εγώ βγάζω φωτογραφίες της Ρ. ενώ με τη Β. μιλάμε για ζωγραφική. Πέφτουν τα γυαλιά της Β. στο νερό και βουτάω να τα πιάσω. Μετά συνειδητοποιώ ότι βούτηξα με τα ρούχα και το κινητό και τα λεφτά μου βγαίνουν μούσκεμα. Γυρνάω στάζοντας στη σκηνή μας και μετράω απώλειες. Ωστόσο, η χαρά της Β. που είχε τα γυαλιά της (δώρο του πατέρα της..) μού φτάνει.
Η μόνη απώλεια εξάλλου ήταν κάτι φωτογραφίες που είχα στο κινητό μου.
Ένα βράδυ χαθήκαμε στη Χώρα. Και βγηκαμε σε έναν ανοιχτό χώρο, σαν μια μεγάλη πλατεία. Δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο ο αέρας. Στην άκρη της υπήρχε ένα φως. Και τίποτε άλλο. Και δεν είχα λόγια.
Στο μοναστήρι δεν μπήκα. Δεν είχα φέρει ούτε παντελόνι, ούτε παπούτσια. Σε διακοπές ήμουν. έκατσα έξω και κοίταξα το γαλάζιο. Και δεν ήθελα να φύγω. Και μετά με τα πόδια πίσω στο 'σπίτι' μέσω του μονοπατιού. Απίστευτο.
Ένα βράδυ, αφ'ότου έφυγε η Β. κάτσαμε στη παραλία με ρακόμελα. Είχε αέρα και θάλασσα. Και αρχίσαμε τις εξομολογήσεις. Και αυτά που δεν λέμε στους άλλους γιατί το παίζουμε σκληροί. Και τίποτα δεν μας αγγίζει εμάς. Καλά. ήθελες να μπεις στη θάλασσα, με κύμα, μετά από ένα μπουκαλάκι ρακόμελο. Τα καταφέραμε και τελικά κοιμηθήκαμε εκεί. Ντίρλα φυσικά.
Την άλλη μέρα παίζαμε trivial pursuit και μού έκλεβες τα τυράκια όταν κοιτούσα αλλού. Εκείνο το παιδί με το οποίο ταξιδεύαμε μαζί. Και που 11 μέρες κοιταζόμαστε μόνιμα. Και κανείς δεν μίλησε. Και δύο μήνες μετά τον είδαμε στου Ψυρρή. Αλλά ήμαστε πάλι πολύ ντίρλα για να μιλήσουμε.
Στη Ρεβέκκα.
Τελευταίο βράδυ παραλίγο να χάσουμε το πλοίο επειδή ξεχάστηκα στη παραλία και δεν ετοίμασα τα πράγματα. Αλλά το προλάβαμε.
Από μια έκθεση βιβλίου παίρνουμε ένα βιβλίο του Ρεμπό εγώ, ένα της Ντίκινσον εσύ. Και από το Σοφία αγοράζουμε βραχιολάκια για τα πόδια, για να θυμόμαστε πού πήγαμε, μαζί. Και άντεξαν. Τα κρατήσαμε μέχρ να κοπούν. Κάπου το έχω ακόμη στην αποθήκη του πατρικού μου.
Από τότε θέλω να γυρίσω. Και κάποτε θα ήθελα ένα σπίτι. Και ένα μπακαλικάκι εκεί. Στην Αιγιάλη, όχι αλλού. Και να κλείνει νωρίς για να μπορώ να βρέχω τα πόδια μου στην αποβάθρα εκείνη. Και να γυρνάω ξυπόλητος στη δροσερή άμμο.