Friday, 25 April 2008

Θερινή ατυχία


Δύο αστέρια φαίνονται μόνο απόψε.
Τα υπόλοιπα θρηνούν.

Δεν είναι πιο λαμπερά.
Είναι δυο εραστές
Που απόψε θα συναντώνταν
Οι τροχιές τους.

Μα έκαναν λάθος
Οι αστρονόμοι, και
Το ένα απομακρύνθηκε.

Και τα υπόλοιπα θρηνούν.

Thursday, 17 April 2008

Σκέψεις εσωτερικής κάυσης


Το πρωί η Λ. με πήρε να πάμε για καφέ. Δεν ήταν και κακή ιδέα, ήθελα να μιλήσουμε κιόλας. Μόλις πήγαμε στο καφέ ήταν διάφοροι άλλοι Έλληνες φοιτητές που ξέρουμε(;), που αρχίζω να πιστεύω ότι δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να πίνουν καφέ. Τελικά έφυγα γιατί προτιμώ να βαριέμαι σπίτι μου παρά με κόσμο (μάθημα ζωής 239).


Πέρασα από τη τράπεζα και παρατήρησα ότι τα λεφτά μου μειώνονται. Λογικό βέβαια, αν αυξάνονταν θα ήμουν παγκόσμιο οικονομικό φαινόμενο, σαν το agflation. Πήγα σε ένα συμπαθητικό μαγαζάκι να γιορτάσω το γεγονός αυτό και αγόρασα μέλι Αττική (τα καλά της παγκοσμιοποίησης-ή της ανοιχτής αγοράς, όπως θέλετε πείτε το). Χτύπησε το τηλέφωνο, μίλησα 2 λεπτά και ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού με ρώτησε τι γλώσσα μιλάω. Του απαντάω και χαίρεται (σύνηθες φαινόμενο όταν λέω από πού είμαι- αλλά δεν έχω καταλάβει αν το κάνουν από ευγένεια ή συμπόνια). Και αρχίζει να μου λέει κάτι στίχους του Ελύτη από την Μαρία Νεφέλη. Πολύ χάρηκα. Όχι επειδή με έπιασε η εθνική υπερηφάνεια- που δεν έχω κιόλας- αλλά επειδή μού άρεσε. Νομίζω χάρηκα επειδή όποτε πήγαινα στη γειτονιά μου στην Αθήνα για ψώνια όχι Ελύτη δεν μού έλεγαν, αλλά ούτε καλημέρα.


Στο σπίτι ανοίγω τα emails, κανένα νέο από εκείνη τη δουλειά. Το έχω ξαναπεί, δεν θέλω να δουλέψω. Χρηματοδότηση ψάχνω για να αρχίσω να γράφω ταξιδιωτικούς οδηγούς. Αν και αυτή τη δουλειά την θέλω. Είναι σε οργανισμό που ασχολείται με κοινωνικά θέματα και μπορώ να δουλεύω βοηθώντας σε κάτι μη κερδοσκοπικό.

Θέλω να πάω στον ζωολογικό κήπο να δω τους πιγκουίνους. Έμαθα επίσης ότι ο πληθυσμός παγκοσμίως της φάλαινας humpback (δεν ξέρω πώς είναι στα ελληνικά) αυξάνεται κατά 7% ετησίως. Είναι ευχάριστο.


Τα μαθήματα περιβαλλοντικού δικαίου με έχουν κάπως ευαισθητοποιήσει.


Στον δρόμο γυρνώντας παρατηρούσα μια κοπελίτσα με ένα παιδάκι. Μητέρα του ήταν από ό,τι κατάλαβα. Ανήλικη. Πράγμα καθόλου παράξενο αφού αν είσαι ενήλικη μητέρα εδώ έχεις σπίτι και μηνιαίο επίδομα από το βλακώδες κράτος, το οποίο πιστεύει ότι όλα αυτά τα παιδάκια είναι γεννημένα κατά λάθος. Να σημειωθεί ότι η κοπελίτσα εκτός του ότι το τραβούσε από το πόδι το παιδάκι, το έλεγε και μπάσταρδο.


Κατά τα άλλα, έλαβα ένα ενδιαφέρον email για να μού θυμίσει να πάω να παραλάβω την κάρτα μου για να ψηφίσω (έρχονται εκλογές εδώ, για δήμαρχο). Δεν το ήξερα ο αδαής ότι μπορώ να ψηφίσω και μου έκανε εντύπωση καθότι είμαι εδώ λιγότερο από ένα χρόνο, δεν εργάζομαι, γενικά δεν προσφέρω τίποτα στο βρεττανικό κράτος. Κι όμως, σαν Λονδρέζος από σπόντα, ο δήμος θέλει να ψηφίσω. Στην Ελλάδα πάλι, θα με είχαν σαν μίασμα. Ποια ψήφος… ούτε θέση στο τρόλεϊ.


Κατά τα άλλα γύρισα σπίτι και έβαλα πλυντήριο και όλα μυρίζουν λεβάντα εδώ μέσα. Έφτιαξα το καθιερωμένο bagel με σολομό και τυράκι κρέμα με μια κούπα τσάι και κάθισα να διαβάσω, πράγμα που έχει γίνει αρκετά δύσκολο.


Τότε ήταν που με πήρε η κάτω βόλτα αφού ακόμη δεν ξέρω τι θα κάνω και δεν σκοπεύω να το μάθω σύντομα (αν και για να είμαι και ειλικρινής ξέρω αλλά όλα μου τα όνειρα είναι κάπως αλαφροίσκιωτα). Έχω εκνευριστεί και με το γεγονός ότι είμαι μόνος εδώ (δεν είμαι σνομπαρία, έχω προσπαθήσει να κάνω παρέα και με έλληνες αλλά μετά από 10 λεπτά βαριέμαι να τους ακούω να μιλούν για σουξέ της Χρύσπας, τα λεφτά του μπαμπά τους, και όσοι είναι κάπως πιο ξύπνιοι να το κρύβουν για να κολλήσουν με τους προαναφερθέντες.
Είμαι κάπως γκρινιάρης αλλά δεν έχω ιδέα τι να κάνω.


Είναι κάπως εσωτερικής κατανάλωσης η παρούσα ανάρτηση και γι’ αυτό κάπως ανιαρή.


Αλλά νιώθω καλύτερα οπότε συγχωρούμαι.

Monday, 14 April 2008

Pioneer to the falls


Κοιμόμουν. Ξύπνησα επειδή ένιωσα μια στιγμιαία δύσπνοια. Μα ο ύπνος με ξαναπήρε τόσο γρήγορα που δεν κατάλαβα καν ότι είχα ξυπνήσει. Ήταν σαν όνειρο.

Μακάρι.

Ήμουν σε ένα πάρκο. Φθινόπωρο μα ήταν όλα τόσο πράσινα. Σχεδόν ψεύτικα. Δεν μπορεί να ήταν έτσι σκέφτηκα.

Άρχισα να αιωρούμαι και τότε είδα ότι κάτω από το πάρκο αυτό, υπήρχε ένα άλλο πάρκο, ένα πάρκο του Κάτω Κόσμου. Ήταν ποιο φοβερό, μα και πιο όμορφο. Πιο αληθινό. Ξεκινούσε εκεί όπου τελείωναν οι ρίζες και οι βάσεις όλων των πραγμάτων που είδα στο πάρκο στην επιφάνεια.

Τότε είδα και ανθρώπους. Σκιές μάλλον. Όχι άνθρωποι. Δεν μιλούσαν. Μια γυναίκα με ένα παιδί δίπλα της. Φαινόταν να κλαίει αλλά δεν έβγαζε ήχο. Και η γυναίκα δεν έκανε τίποτα.

Ένα πέτρινο άγαλμα βυθιζόταν στο νερό.

Περπάτησα και ένιωθα και πάλι να αιωρούμαι. Το πάρκο σιγά-σιγά μού απεκάλυπτε τους υακίνθους του και τα κρίνα του. Μόλις πλησιάζα όμως μαραίνονταν και έμενε μόνο σκόνη.

Πιο πέρα είδα μια πλάκα. Δεν είχε όνομα πάνω. Μόνο μια επιγραφή: ‘Ο παράδεισος δεν είναι για μένα’.

Το πρώι ξύπνησα τρομαγμένος. Έπλυνα το πρόσωπό μου αλλά απέφυγα να κοιτάξω τον καθρέπτη. Δεν ήθελα να δω πώς με είχε επηρεάσει το ταξίδι σε εκείνον τον κήπο.

Εξάλλου, είχα να ετοιμαστώ να σε συναντήσω, πρώτη φορά μετά από τρεις μήνες. Ήπια λίγο καφέ. Κάθε γουλιά με πονούσε. Δεν μ’αρέσει ο καφές. Δεν ξέρω γιατί τον έφτιαξα.

Μού έστειλες μήνυμα μετά από λίγη ώρα. « Λυπάμαι. Δεν μπορώ. Γυρνάω στον Θ.»

Την επόμενη μέρα ξαναέφυγα από την Αθήνα.

Sunday, 13 April 2008

Stories from the city..


Ακούω pulp, και μπαίνω για μπάνιο. Δεν θα πάω πουθενά σήμερα. Μια γερμανίδα φίλη μου έκανε πάρτυ γιατί έγινε 29 και δεν το άντεξε. Ήθελα να πάω, αλλά έχει αλκοόλ. Και δεν είμαι σε φάση να βρεθώ στο ίδιο δωμάτιο με αλκοόλ.

I want to sleep with common people…

Κοιτάω τα emails μου και βλέπω μια απειλητική ειδοποίηση, να επιστρέψω το DVD με τον Δεκάλογο αλλιώς θα μου απαγορέψουν να ξαναδανειστώ. Το πρόστιμο έχει πάει στις 9 λίρες. Καλά..

Βγαίνω από το μπάνιο και κοιτάω το τηλέφωνό μου. Οι γονείς μου με ψάχνουν, ο Κ. και κανένας άλλος. Τελικά το σηκώνω. Οι γονείς μου όπως πάντα κάπου πάνε για σαββατοκύριακο, ο Κ. όπως πάντα γλυκός. Εγώ όπως πάντα καθησυχαστικός. «όλα πάνε καλά». Βάζω τα καφέ μου παπουτσάκια, ένα σκούρο μπλε τζιν και μία πράσινη ζακέτα.

Αλλαγή και Interpol- Obstacle 1. το στομάχι μου είναι ακόμη χάλια. Από την Τρίτη. Δηλητηρίαση, ή κάτι τέτοιο. Η επίσκεψη στην γιατρό ήταν πολύ ευχάριστη, πολύ ωραία περάσαμε, μού είπε και τα αναμενόμενα. Τρώω ένα τοστ με λίγο χυμό πορτοκάλι. Δεν θέλω να φάω τίποτα αλλά πρέπει. Ή και όχι, δεν θυμάμαι τι μού είπε η γιατρός να κάνω.

Παίζει Blonde redhead- 23. Αυτό το νούμερο πολύ το συμπαθώ αν και 2 μήνες θα κρατήσει ακόμη. Όσο και αν προσπαθώ να κρατήσει κι άλλο. Το τηλέφωνο χτυπάει. Η Ρ. μού λέει ότι μάλλον σε ένα μήνα θα έλθει να με δει. Προσπαθώ να χαρώ αλλά δεν ξέρω αν θα το κάνει και θέλω τόσο πολύ.. έρχεται πελάτης και πρέπει να κλείσει. Δεν θα ξαναπάρει ποτέ. Όπως πάντα.


Puressence- Don’t know any better. Στέλνω email να ενημερώσω για το ότι δεν θα πάω στο πάρτυ. Δεν μού αρέσει να το κάνω με τέτοιον τρόπο αλλά είναι ο μόνος τρόπος να αποφύγω τις προσπάθειες μετάπεισης. Κάθομαι να διαβάσω. Σήμερα ο κλήρος έπεσε στην Κοινωνική Δικαιοσύνη.

……………………….

Βαρέθηκα, παίρνω τον σελιδοδείκτη με τα ηλιοτρόπια του Van Gogh που αγόρασα στην National Gallery, τον βάζω στην σελίδα και βγαίνω έξω. Βλέπω την Κ. τυχαία. Περπατάμε, πάει να συναντήσει μια κοινή μας γνωστή. Κάθομαι λίγο μαζί της και φεύγω. Ποτέ δεν είχαμε χρόνο να μιλήσουμε, όποτε συναντιόμαστε πάντα κάποιος μπαίνει στη μέση.

Δεν έχω συγκεκριμένη διαδρομή, τελικά πάω από τον σύντομο δρόμο για να αποφύγω την υπόγεια διάβαση (όχι δεν είμαι σαν την Μπελούτσι για να φοβάμαι αλλά την τελευταία φορά είδα δύο παιδιά στην ηλικία μου- και μάλλον λίγο μικρότερα- να χτυπάνε ενέσεις και δεν θα ήθελα να το ξαναδώ), βγαίνω στον κεντρικό δρόμο της περιοχής και χαζεύω, δεν έχει κόσμο πια, έχουν από ώρα κλείσει τα μαγαζιά. Παίρνω μόνο κάτι τριαντάφυλλα από ένα πλανόδιο ανθοπωλείο.

Οι άνθρωποι που ασχολούνται με τα λουλούδια είναι τόσο όμορφοι τελικά.

Γυρνάω και ακούγεται Tori Amos- A sorta fairytale. Δεν θα το έλεγα. Έχει ήδη πάει 6. Η Λ. με παίρνει να δει πού χάθηκα σήμερα, μιλάμε 2 λεπτά και κλείνει. Δεν κατάλαβα τίποτα. Φτιάχνω λίγες πέννες με σολομό και παρμεζάνα. Δεν είμαι και για πολλά. Βλέπω ένα επεισόδιο από τους Φωτεινούληδες και πάλι διάβασμα. Τέλος η Κοινωνική Δικαιοσύνη, τώρα μελέτη του τρόπου λειτουργίας του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας.

Interpol- A time to be so small. Η ώρα έχει πάει 10. Χτυπάει το τηλέφωνο. Τελικά χωρίζουμε. Μάλλον οριστικά. Δεν ξέρω.

Αφήνω το βιβλίο να μπω για μπάνιο. Έκανα μια αίτηση για δουλειά. Θα πάω για συνέντευξη. Αν με πάρουν πρέπει να μετακομίσω στο Βέλγιο. Και να δουλέψω. Δεν θέλω να δουλέψω. Ακούγομαι σαν κακομαθημένο πλουσιόπαιδο (και δεν είμαι τίποτα από τα δύο) αλλά δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω. Έχω ξαναδουλέψει αλλά τώρα είναι αλλιώς. Πρέπει να το δω πιο σοβαρά. Δεν είμαι για καριέρα.

Έχω και να πληρώσω το σπίτι την άλλη εβδομάδα.

Massive Attack- Unfinished Sympathy. O D. θύμωσε που δεν πήγα στο πάρτυ.

Όταν βγαίνω η ώρα έχει πάει 12. Κοιτάω το τηλέφωνο και δεν βλέπω κάτι. Μάλλον είναι οριστικό.

Portishead- Mysterons

Wednesday, 9 April 2008

London calling


Πρώτη στάση στο Grail’s για την καλύτερη blueberry pie της πόλης. Θυμήθηκα την τελευταία ταινία του Καρ-Βάι. Τις εικόνες. Τα χρώματα.Κι ας μην ήταν τόσο καλή όσο οι προηγούμενες.


Μαρμελάδα σε βαζάκι για το σπίτι και πάλι στον δρόμο. Προσπερνώ κάτι Έλληνες τουρίστες που μιλούν δυνατά σε ένα κατά τα άλλα ήσυχο απόγευμα και σχολιάζουν πώς θα διακοσμήσουν το σπίτι τους με όλα αυτά τα πράγματα που αγόρασαν.


Σε ένα μαγαζάκι πουλάνε μια πυξίδα, με επίχρυσες λεπτομέρειες και ωραίο ξύλινο κουτάκι. Μ’αρέσουν τα πολύχρωμα σπίτια στην Portobello Rd.


Επόμενη στάση Green Park, πεινάω και παίρνω sushi to go. Μ’αρέσει που σε αυτή τη πόλη δεν σου δημιουργούν τύψεις επειδή δοκιμάζεις κάτι λιγότερο ελληνικό από τα κεφτεδάκια της μαμάς σου. Καταραμένες μόδες. Καμιά φορά νομίζω ότι όλο παραπονιέμαι. Διασχίζω το πάρκο. Βλέπω ένα σκιουράκι να πηδάει σε κάτι κλαδιά. Και ανθρώπους στο γρασίδι.


Μια κοπέλα διαβάζει. Μια άλλη κάνει κάτι ασκήσεις. Μια κυρία φαίνεται να κοιμάται. Ένα ζευγάρι χαίρεται τον ουρανό. Αρχίζει να σουρουπώνει και σε μερικά σημεία είναι μωβ. Περνάω το Παλάτι και μπαίνω στην άλλη πλευρά του Πάρκου. Έχει ήδη νυχτώσει και ακούω τις πάπιες. Μακάρι να ήξερα τι λένε όταν ο κόσμος λιγοστεύει και έχει ησυχία.


Ένας άντρας με προσπερνά βιαστικά και αφήνει πίσω του μια μυρωδιά μαριχουάνας.


Κάτι ξέρει. Παίρνω την Great George st. και φτάνω στο Westminster Abbey. Πρώτη φορά το βλέπω από τόσο κοντά. Λογικό είναι οι άνθρωποι να φοβούνται τον Θεό αν οι εκκλήσιες είναι έτσι. Απέναντι το Κοινοβούλιο. Και σκηνές στο πεζοδρόμιο. Άνθρωποι διαμαρτύρονται για την συμμετοχή της χώρας στο πόλεμο στο Ιράκ.


Ένας κύριος με παπιγιόν και κλασσικό βρεταννικό σακάκι με ουρά προχωρά δίπλα. Αδιάφορα.


Μ’αρέσουν αυτά τα σακάκια.


Διασχίζω την Westminster Bridge και στέκομαι στη μέση. Από τη μία βλέπω το ποτάμι και θυμάμαι την Ρ. στο κατάστρωμα ενός πλοίου που μάς πήγαινε στην Αμοργο. Από την άλλη βλέπω το London Eye και θυμάμαι πόσο φοβάμαι το ύψος, ακόμη. Και τον Κ. στον Πύργο του Άιφελ να μου λέει ότι όλα θα πάνε καλά.


Δεν συνεχίζω αλλά γυρνάω πίσω και στρίβω στην Whitehall st. Βλέπω όλα τα αγάλματα διαφόρων στρατηγών (ή κάτι τέτοιο, δεν είμαι καλός σε αυτά) και σκέφτομαι το παλιό μεγαλέιο της αυτοκρατορίας τους, γα το οποίο μερικοί καμαρώνουν ακόμη. Μόνο 50 χρόνια έχουν περάσει.


Φτάνω επιτέλους στο Covent Garden, ανακαλύπτω το Tutton και μια υπέροχη σάλτσα με κρέμα γάλακτος, γιαούρτι και σέλινο. Α, και σπανάκι. Ποτό στο, Bellucci’s με James και το μισό μπαρ να τραγουδάει System of A Down. Πάλι στο μετρό για να γυρίσω σπίτι. Προφανώς έχουν μόλις τελειώσει οι παραστάσεις στα γύρω θέατρα και έχει μεγάλη ουρά για να μπούμε στο μετρό. Τριγύρω, ηλικιωμένα ζευγάρια, υπομονετικά και χωρίς γκρίνια, ζευγάρια, φοιτητές της LSE, μια γυναίκα στα 40, όμορφη όπως ποτέ ίσως. Ακυρώνω την Oyster μου και μπαίνω. Βολική καρτούλα, αν και οι Βρεταννοί βρήκαν τρόπο να χρησιμοποιήσουν και αυτή ακόμη για να ελέγχουν τον φόβο πολλών κατοίκων.Κατεβαίνω αμέτρητα σκαλία μέχρι την αποβάθρα. Εκεί ένα αγόρι με μια θήκη μουσικού οργάνου πιάνει κουβέντα σε μια κοπέλα που κάθεται δίπλα. Μιλάνε σε όλη την διαδρομή, μέχρι που το αγόρι κατεβαίνει. Δεν ζήτησε τηλέφωνο ή κάτι αντίστοιχο αλλά φάνηκαν και οι δύο πολύ χαρούμενοι.
Υπάρχει ακόμη ευτυχώς μια έλλεψη καχυποψίας. Και ο άλλος δεν νομίζει ότι του την πέφτεις αν απλά πεις μια κουβέντα.


Φτάνω σπίτι, πρόλαβα και το λεωφορείο. Κάθομαι λίγο στο παράθυρο και κοιτάω τα λουλούδια που πήρα. Έχουν ανθίσει και έχουν ξεπετάξει κάτι όμορφα ροζ άνθη.


Και μυρίζουν. Άνοιξη.

Αναμνήσεις από ένα ταξίδι


Κάθομαι, στο παράθυρό μου, χωρίς να μιλάω.
Με ποιον άραγε στο άδειο μου δωμάτιο;
Σε αυτό το παράθυρο, καθρεπτίζομαι, μα ,
- γελιέμαι – βλέπω εσένα.

Με φαντασία, με το μάγο οινόπνευμα,
Θα βλέπω τα χείλη αυτά, θα τα αγγίζω, θα είμαι κοντά.
Θα αφήνομαι να παρασυρθώ στη γλύκα του κορμιού σου.
Στην άσεμνη αυτή επιθυμία.

Τώρα, το πρόσωπο, η φωνή σου, ηχούν μέσα μου.
Το παράθυρο αυτό θαμπώνει, σαν να είσαι πίσω του.
Αλλά μένεις εκεί.

Η βροχή μου θυμίζει ότι η διακοπή της ηρεμίας δεν ήσουν εσύ.
Γιατί;
Θα γύρω, να ξανάρθεις.
Για τους φυλακισμένους του πνεύματος – τι ανόητοι –
ένα γράμμα αφήνω – Β – σαν ανομολόγητο όνειρο.