Το πρωί η Λ. με πήρε να πάμε για καφέ. Δεν ήταν και κακή ιδέα, ήθελα να μιλήσουμε κιόλας. Μόλις πήγαμε στο καφέ ήταν διάφοροι άλλοι Έλληνες φοιτητές που ξέρουμε(;), που αρχίζω να πιστεύω ότι δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να πίνουν καφέ. Τελικά έφυγα γιατί προτιμώ να βαριέμαι σπίτι μου παρά με κόσμο (μάθημα ζωής 239).
Πέρασα από τη τράπεζα και παρατήρησα ότι τα λεφτά μου μειώνονται. Λογικό βέβαια, αν αυξάνονταν θα ήμουν παγκόσμιο οικονομικό φαινόμενο, σαν το agflation. Πήγα σε ένα συμπαθητικό μαγαζάκι να γιορτάσω το γεγονός αυτό και αγόρασα μέλι Αττική (τα καλά της παγκοσμιοποίησης-ή της ανοιχτής αγοράς, όπως θέλετε πείτε το). Χτύπησε το τηλέφωνο, μίλησα 2 λεπτά και ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού με ρώτησε τι γλώσσα μιλάω. Του απαντάω και χαίρεται (σύνηθες φαινόμενο όταν λέω από πού είμαι- αλλά δεν έχω καταλάβει αν το κάνουν από ευγένεια ή συμπόνια). Και αρχίζει να μου λέει κάτι στίχους του Ελύτη από την Μαρία Νεφέλη. Πολύ χάρηκα. Όχι επειδή με έπιασε η εθνική υπερηφάνεια- που δεν έχω κιόλας- αλλά επειδή μού άρεσε. Νομίζω χάρηκα επειδή όποτε πήγαινα στη γειτονιά μου στην Αθήνα για ψώνια όχι Ελύτη δεν μού έλεγαν, αλλά ούτε καλημέρα.
Στο σπίτι ανοίγω τα emails, κανένα νέο από εκείνη τη δουλειά. Το έχω ξαναπεί, δεν θέλω να δουλέψω. Χρηματοδότηση ψάχνω για να αρχίσω να γράφω ταξιδιωτικούς οδηγούς. Αν και αυτή τη δουλειά την θέλω. Είναι σε οργανισμό που ασχολείται με κοινωνικά θέματα και μπορώ να δουλεύω βοηθώντας σε κάτι μη κερδοσκοπικό.
Θέλω να πάω στον ζωολογικό κήπο να δω τους πιγκουίνους. Έμαθα επίσης ότι ο πληθυσμός παγκοσμίως της φάλαινας humpback (δεν ξέρω πώς είναι στα ελληνικά) αυξάνεται κατά 7% ετησίως. Είναι ευχάριστο.
Τα μαθήματα περιβαλλοντικού δικαίου με έχουν κάπως ευαισθητοποιήσει.
Στον δρόμο γυρνώντας παρατηρούσα μια κοπελίτσα με ένα παιδάκι. Μητέρα του ήταν από ό,τι κατάλαβα. Ανήλικη. Πράγμα καθόλου παράξενο αφού αν είσαι ενήλικη μητέρα εδώ έχεις σπίτι και μηνιαίο επίδομα από το βλακώδες κράτος, το οποίο πιστεύει ότι όλα αυτά τα παιδάκια είναι γεννημένα κατά λάθος. Να σημειωθεί ότι η κοπελίτσα εκτός του ότι το τραβούσε από το πόδι το παιδάκι, το έλεγε και μπάσταρδο.
Κατά τα άλλα, έλαβα ένα ενδιαφέρον email για να μού θυμίσει να πάω να παραλάβω την κάρτα μου για να ψηφίσω (έρχονται εκλογές εδώ, για δήμαρχο). Δεν το ήξερα ο αδαής ότι μπορώ να ψηφίσω και μου έκανε εντύπωση καθότι είμαι εδώ λιγότερο από ένα χρόνο, δεν εργάζομαι, γενικά δεν προσφέρω τίποτα στο βρεττανικό κράτος. Κι όμως, σαν Λονδρέζος από σπόντα, ο δήμος θέλει να ψηφίσω. Στην Ελλάδα πάλι, θα με είχαν σαν μίασμα. Ποια ψήφος… ούτε θέση στο τρόλεϊ.
Κατά τα άλλα γύρισα σπίτι και έβαλα πλυντήριο και όλα μυρίζουν λεβάντα εδώ μέσα. Έφτιαξα το καθιερωμένο bagel με σολομό και τυράκι κρέμα με μια κούπα τσάι και κάθισα να διαβάσω, πράγμα που έχει γίνει αρκετά δύσκολο.
Τότε ήταν που με πήρε η κάτω βόλτα αφού ακόμη δεν ξέρω τι θα κάνω και δεν σκοπεύω να το μάθω σύντομα (αν και για να είμαι και ειλικρινής ξέρω αλλά όλα μου τα όνειρα είναι κάπως αλαφροίσκιωτα). Έχω εκνευριστεί και με το γεγονός ότι είμαι μόνος εδώ (δεν είμαι σνομπαρία, έχω προσπαθήσει να κάνω παρέα και με έλληνες αλλά μετά από 10 λεπτά βαριέμαι να τους ακούω να μιλούν για σουξέ της Χρύσπας, τα λεφτά του μπαμπά τους, και όσοι είναι κάπως πιο ξύπνιοι να το κρύβουν για να κολλήσουν με τους προαναφερθέντες.
Είμαι κάπως γκρινιάρης αλλά δεν έχω ιδέα τι να κάνω.
Είναι κάπως εσωτερικής κατανάλωσης η παρούσα ανάρτηση και γι’ αυτό κάπως ανιαρή.
Αλλά νιώθω καλύτερα οπότε συγχωρούμαι.