Ακούγοντας groove armada για κάμποσες ώρες σκέφτομαι ότι αρχίζω να καταλαβαίνω τους βρεταννούς που κοιτούσα αποσβολωμένος όταν πρωτοήλθα εδώ. Τελικά το κρύο το συνηθίζεις και δεν το καταλαβαίνεις. Γι'αυτό κάθομαι με ανοιχτό παράθυρο, κοιμάμαι με ανοιχτό παράθυρο, αν και ο καιρός δεν επιτρέπει τέτοια (ξαναήλθε το κρύο).
Αυτές τις μέρες τρία πράγματα σκέφτομαι συνεχώς. Το ένα είναι τα χρόνια στο Λονδίνο. Που με κάνουν να είμαι πια σπίτι μου εδώ. Μιας και η μνήμη μου, όταν λειτουργεί, λειτουργεί εξ'αιτίας της όσφρησης και της μουσικής, υπάρχουν πολλά που μού θυμίζουν το Λονδίνο, σαν σπίτι μου. Η μυρωδιά του γρασιδιού, κάτι δισκάκια της PJ Harvey, των Portishead, των, Tindersticks, η Dior Homme Sport. Που μου θυμίζουν απογεύματα στη Victoria Line, κάτι απογευματινές βόλτες στη Brick Lane, μια άνοιξη σε ένα μπαλκόνι ενός βικτωριανού σπιτιού.
Το δεύτερο είναι το Παρίσι. Καμία σχέση με το θέμα μας. όταν το άφησα πρώτη φορά, νόμιζα ότι έπρεπε να ξαναγυρίσω. Δεν το έκανα για 3 χρόνια. όταν το έκανα, ήταν τελείως διαφορετικό και νόμιζα ότι όταν το πρωτοαγάπησα ήταν σαν τους ανοιξιάτικους (όπως καταλαβαίνεις, στο μπλογκ αυτό που ο χρόνος είναι μια σχετική έννοια, όλα γίνονται για την άνοιξη) φοιτητικούς έρωτες που μετά από χρόνια σκέφτεσαι και αναρωτιέσαι πώς το έκανες εσύ αυτό. Και μετά από ένα περίπου χρόνο από τη τελευταία επίσκεψη, ακόμη σκέφτομαι το πώς ήταν τότε. Να μπαίνω στο μετρό κάθε μέρα, να πηγαίνω για φαγητό, σε μουσεία. Επίσης πέρσι συνειδητοποίησα πως είχα χάσει την άνεση που είχα στα γαλλικά. Κάποτε δεν με έπιανες.
Το τρίτο θέμα είναι μια συνάντηση που είχα τις προάλλες. Πριν κανά μήνα, όπως είχα γράψει εδώ, είχα συναντήσει στο δρόμο για το waitrose έναν παλιό μου συμμαθητή. Τελικά συμφοιτητής μου ήταν, όχι συμμαθητής. Τον ξανασυνάντησα τη Παρασκευή και αυτή τη φορά μου μίλησε. Εκτός του ότι με χαιρέτησε με έναν παράξενο τρόπο- μια χεραψία τύπου ράπερ/αγκαλιά που δεν πολυκατάλαβα και προσπάθησα να ξεχάσω μιας και οι διαχύσεις δεν είναι το δυνατό μου σημείο, με είπε και πατριώτη. Ομολογώ ότι το τελευταίο το βρήκα κάπως συλλεκτικό και δεν είπα τίποτα (άσε που με είχαν κυριεύσει οι εικόνες από μια συνάντηση δύο ελλήνων σε ανθρακορυχείο στο Βέλγιο όπου από τη χαρά τους φωνάζουν πατριώτη και τρέχουν να αγκαλιαστούν- μετά γύρισα στο Λονδίνο του 2010). Στα 5 λεπτά που μιλήσαμε, δύο πράγματα μού είπε: πόσο άσχημες είναι οι αγγλίδες και πόσο 'κωλοχώρα' (δική του έκφραση) είναι η Αγγλία. Τότε θυμήθηκα ένα άλλο περιστατικό όταν πάλι τυχαία συνάντησα έναν παλιό μου φίλο στη σχολή στο Λονδίνο. Ήταν με μια φίλη του Κυπρία και όταν τον ρώτησα πώς βρήκε το 'νησάκι μας' η κοπελιά γύρισε έκπληκτη και με ορθάνοιχτα μάτια με ρώτησε: 'νησί μας; ελλαδίτης (sic) δεν είσαι εσύ;'. Όταν τόλμησα να πω ότι είμαι μια χαρά εδώ πέρα και κοντεύω να γίνω επίσημα κάτοικος (λόγω naturalisation) με ξανακοίταξε (τέτοιο βλέμμα είχε μόνο το 4χρονο ανιψάκι μου όταν με ρώτησε πού πήγε η μαμά του Νέμο- και της είπα ότι πέθανε και δεν συνέχισε τη κουβέντα) και με ρώτησε αν έχω ιδέα τι έχει κάνει η αγγλική εξωτερική πολιτική στη Κύπρο (το γιατί να με νοιάζει δεν μού εξήγησε) και τι άσχημη χώρα είναι. Τη ρώτησα αν έχει συνειδητοποιήσει σε ποιας χώρας το έδαφος βρίσκεται και μού είπε ότι ήλθε για τη γνώση και για να φύγει αμέσως για να κάνει κάτι καλό στη χώρα της. Αυτό, ομολογώ, μού θύμισε λίγο την απάντηση των παιδιών της ΚΝΕ στην ΑΣΟΕΕ όταν τούς ρωτούσε κανείς γιατί ήταν στην ΑΣΟΕΕ που γενικά ήταν πανεπιστήμιο του καπιταλισμού και σου έλεγαν ότι ήλθαν για να πολεμήσουν το σύστημα απο μέσα.
Μάλιστα.
Η πρώτη περίπτωση ήταν χαρακτηριστική έλληνα. Η φέτα εδώ δεν είναι αρκετά καλή, αλάτι σαν το Κάλλας δεν υπάρχει, ελληνικός ήλιος δεν βγαίνει, οι άγγλοι είναι ξενέρωτοι κτλ. Αλλά δεν γυρνούν πίσω, ποιος ξέρει γιατί ταλαιπωριούνται εδώ. Η δεύτερη περίπτωση με τσάντισε περισσότερο. Για δέκα λεπτά είχα μια αφιονισμένη να αραδιάζει ονόματα, ιστορικά τοπονύμια, ημερομηνίες, οράματα ενώσεων, με μια προφορά με χαρακτηριστικό couleur locale και να με ρωτάει γιατί δεν θέλω να γυρίσω πίσω μετά με το διδακτορικό για να δώσω κάτι στη χώρα μου.
Πραγματικά δεν έχω χειρότερο από αυτό. Το θυμάμαι και στην Αθήνα με τους γκρινιάρηδες. Όλα στραβά ήταν. ε φύγε τότε, και πήγαινε αλλού, η γκρίνια μόνο κακό κάνει (η Αθήνα είναι λαμπρό παράδειγμα). Μού κακοφαίνεται αυτό, ίσως είμαι γκρινιάρης και να έχουν δίκιο, ίσως να μένουν εδώ επειδή δεν έχουν τι να κάνουν εκεί, αλλά γιατί πρέπει να κατηγορείς τα πάντα, γιατί να κλείνεσαι στα ήθη της χώρας σου όταν είχες τη τύχη να μπορείς να φύγεις από εκεί; μια τύχη που πολλοί θα ήθελαν να έχουν, ίσως. Στην ουσία, το ερώτημά μου είναι γιατί μερικοί Έλληνες θυμούνται την πολυπολιτισμικότητα μόνο όταν αφορά σε μοχίτος, διακοπές στο Ντουμπάι και λιβανέζικα εστιατόρια που είναι όλα τρέντι;
Γκρίνιαξα και χαιρετώ.