Sunday, 30 October 2011

7 things about me

Οι βασίλης και καρλίτο με κάλεσαν σε ένα παιχνίδι/μού έδωσαν ένα βραβείο και πρέπει να γράψω 7 πράγματα για εμένα:

1. Δεν έχω πάει ποτέ σε αποκριάτικο πάρτυ

2. Είχα ερωτευτεί τον καλύτερό μου φίλο στο φροντιστήριο (πόσο πιο κλισέ μπορεί να γίνω;)

3. Λατρεύω το ποδήλατό μου

4. Μού λείπει η Αθήνα του 2006

5. Έχω κακή σχέση με τον όρο 'οικογένεια'

6. Μισώ τις Κυριακές (και ξημερώνει μία)

7. Στη νεότητά μου είχα κόλλημα με τον Brian Molko, ο οποίος με είχε ακουμπήσει σε μια συναυλία (και μερικούς άλλους αλλά δεν έχει σημασία).

Αυτά!

Friday, 28 October 2011

Road to Istanbul


Στο αεροδρόμιο της Πόλης (ας μού επιτραπεί να τη λέω έτσι) νοιώθω για πρώτη φορά ότι είμαι εκτός ΕΕ μιας και πρέπει να περιμένω στην ουρά για τις άλλες εθνικότητες για να μού ελέγξουν το διαβατήριο. Στην έξοδο παίρνω το λεωφορείο για το κέντρο το οποίο κολλάει δύο ώρες σε μια απίστευτη κίνηση αλλά κάποια στιγμή περνάει πάνω από τον Κεράτιο και δεξιά βλέπω για πρώτη φορά την Αγία Σοφία, φωτισμένη. Δεν το πιστεύω ότι είμαι πραγματικά στη πόλη.

Η πρώτη προσπάθεια να βρω το δρόμο για το ξενοδοχείο αποτυγχάνει και με την Α καθόμαστε στην Ταξίμ, κάτω, πιστεύοντας ότι δεν θα βρούμε ποτέ τον δρόμο. Τον βρίσκουμε όταν ένας τούρκος μας βλέπει σε κάτι σοκάκια, προφανώς χαμένους και προφανώς από άλλη χώρα και βλέπει τη διεύθυνση και μας πάει μέχρι την πόρτα του. όπως θα βλέπαμε τις άλλες μέρες αγγλικά δεν πολυμιλάνε οπότε χρησιμοποιούμε κυρίως την νοηματική (και την ελληνική αφού πολλοί την μιλούν).

Συναντάμε την Χ αφού ήλθε με άλλη πτήση, από άλλο μέρος της Ευρώπης και αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι ειμαστε πάλι όλοι μαζί και μάλιστα στην Πόλη (λόγω πιθανής σχέσης, θα ήθελα να συνεχίζω να τη λέω έτσι, ευχαριστώ). Στο δρόμο του ξενοδοχείου μας βλέπω παιδάκια να παίζουν στο δρόμο, γυναίκες να απλώνουν ρούχα σε σχοινιά στον δρόμο και παραδοσιακά καφενεία όπου μόνο οι αντρες μπορούν να μπουν.

Την άλλη μέρα περπατώντας φτάνουμε στον Κεράτιο με τους ψαράδες να έχουν καταλάβει τις δύο γέφυρέ του. Στις ακτές του πουλάνε ψάρια ή τα ψήνουν επί τόπου και φτιάχνουν σαντουιτς. Στο δρόμο η Πόλη μυρίζει υπέροχα, μυρωδιές που θυμάμαι από όταν ήμουν παιδί, και έκανα διακοπές στην ελληνική ύπαιθρο.

Στην Αιγυπτιακή αγορά βρίσκουμε εμπόρους που μάς μιλούν ελληνικά και μάς λένε πόσο καλοί άνθρωποι είμαστε. Τόσες μέρες είχαμε την εντύπωση ότι οι Τούρκοι έχουν ξεπεράσει αυτά τα θέματα που έχουμε εμεις μαζί του και χαίρονται όταν πηγαίνουμε εκεί. Στην ίδια αγορά βρίσκω σουντζουκάκια με μούστο και καρύδια που έφτιαχνε η γιαγιά μου κάθε Σεπτέμβρη όταν ήμουν παιδί και είχα να φάω κάτι τέτοιο από τότε. Θυμάμαι ακόμη το ύφος ηλίθιας χαράς που πήρα όταν το βρήκα μετά από 16 χρόνια.

Στην Αγία Σοφία ανυπομονούσα να μπω, από το σχολείο, όχι ότι ένοιωσα πότέ κάτι θρησκευτικό αλλά ήθελα να τη δω για πολιτιστικούς λόγους. Στον παλιό Ιππόδρομο που έψαχνα μετά μανίας να εντοπίσω βλέπω επιτέλους τη στήλη με τα ερπετά που ήταν κάποτε στους Δελφούς.

Τη νύχτα πόλη αλλάζει και γίνεται μια πανέμορφη πρωτεύουσα με πολύ κόσμο έξω, δυνατή μουσική η οποία ακούγεται μαζι με τον ιμάμη που καλέι τον κόσμο σε προσευχή. Έχει κάτι ευχάριστο αυτό, και παράξενο ταυτόχρονα. Στο 360 πίνουμε κρασί με θέα τον Βόσπορο σε ένα μπαρ που στην Αθήνα μάλλον θα έιχε γίνει 'δήθεν' ενώ σε μικρά σοκάκια βρίσκουμε όμορφα μαγαζιά, καλό φαγητό, γατιά παντού, ακόμη και ένα στένσιλ με τη μορφή του Α Γρηγορόπουλου και μια λέξη στα τουρκικά.

Τις περισσότερες φορές ο δρόμος μάς βγάζει στον Βόσπορο, είναι παράξενη η αίσθηση ιστορίας που σού δίνει αυτή η λωρίδα θάλασσας. Διασχίζοντάς την φτάνουμε στην ασιατική πλευρά η οποία είναι πιο παραδοσιακή και λιγότερο κοσμοπολίτικη από την ευρωπαική. Με τη χαρά των ανθρώπων που πατάνε για πρώτη φορά σε ασιατικό έδαφος, χανόμαστε και βρίσκουμε μια αγορά με φαγητό και αντίκες. Ανακαλύπτω ένα είδος χαλβά που έφτιαχνε η προαναφερθείσα γιαγιά μου αλλά που κανένα από τα παιδιά ή τα εγγόνια της δεν έμαθε να φτιάχνει. Κάποια στιγμή νοιώθω λες και μεγάλωσα με τούρκικο φαγητό αλλά φαντάζομαι αυτό είναι αναμενόμενο.

Νομίζω γυρνάμε με ανακούφιση στην άλλη πλευρά και κάνουμε βόλτα στα βιβλιοπωλεία και τις αντικερί. Ανακαλύπτουμε παλιά βινυλια, δίσκους της Καραίνδρου, από κάπου ακούγεται η μουσική από τον Μελισσοκόμο, από κάπου αλλού η μελωδία από τη Ξενιτιά της Αρβανιτάκη, και όλα ταιριάζουν απόλυτα με την Ιστικλάλ, έναν κεντρικό πεζόδρομο της πόλης, στον οποίο ακούς ελληνικά ορχηστρικά τραγούδια, τον ιμάμη αλλά και μοντέρνα αγγλόφωνα ή τουρκικά που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι τα τραγούδια που ακούγονται στα μπουζούκια. Φαγητό, μουσική, συνήθειες και νοοτροπία, φυσιογνωμία, πολλές ομοιότητες με τους κατοίκους μιας πόλης οι οποίοι μάς φάνηκαν ευγενικοί χωρίς υποκρισία και έτοιμοι να δεχτούν την παράδοσή τους με τις επιρροές της νέας τάξης.

Το τελευταίο βράδυ το παιρνάμε τρώγοντας κάστανα και δοκιμάζοντας τούρκικο κρασί και την άλλη μέρα γυρνάω στο Λονδίνο με λιγότερη χαρά από όση συνήθως και ελπίζω να επιστρέψω να δω και να μυρίσω όσα δεν πρόλαβα.

Wednesday, 12 October 2011

Ημερολόγιο Καταστρώματος


Πώς να χωρέσεις το καλοκαίρι (και λίγο φθινόπωρο) σε ένα ποστ; πώς να δικαιολογήσεις μια απουσία όταν κάθομαι τόσα βράδυα να γράψω και δεν έχω τίποτα να πω. Έχω δηλαδή αλλά δεν ξέρω πώς να τα γράψω.

Ας έχει. Ας ξεκινήσω από εκεί που το άφησα:
Κατάστρωμα Α': Αύγουστος: Λόγω διδασκαλίας έχω δουλειά περισσότερη από ό,τι θα έπρεπε να έχω έναν Αύγουστο. Κάθομαι και διορθώνω γραπτά στο μπαλκόνι του Εθνικού θεάτρου στο South Bank, δίπλα σε κάτι ψηλά φυτά που μού θυμίζουν αυτά τα φυτά που μεγαλώνουν σε ελληνικές παραλίες, δίπλα στην άμμο. Κοιτάζω τα λεωφορεία να διασχίζουν τη γέφυρα, το ποτάμι κινείται, νομίζω ότι είμαι με τις σαγιονάρες μου και βουτάω τα πόδια μου στο νερό.

Κατάστρωμα Β': Σεπτέμβριος: φτάνω στο αεροδρόμιο μετά από μια τρελλή εβδομάδα όπου γυρνούσα από πόλη σε πόλη και από σπίτι σε σπίτι. Κάθομαι στο σαλόνι της αεροπορικής εταιρείας και διαβάζω το Freedom του Franzen τρώγοντας βουτήμα και πίνοντας τσάι. Δεν μπορώ να αφήσω το βιβλίο και συνειδητοποιώ ότι έχω ένα θέμα με τις γυναίκες στα βιβλία του Franzen. ή και γενικά.

Φτάνω στην Αθήνα πια στις 3, μια γρήγορη βόλτα στο κέντρο και είναι όλα όπως τα άφησα αλλά δεν έχω θέση πουθενά. Στον γάμο της κολλητής μου, στη πόλη που γεννηθήκαμε, δύο μέρες μετά, τη κοιτάω με το νυφικό και είναι σαν να βλέπω το ίδιο κοριτσάκι που είδα κάποτε στο διπλανό θρανίο. Κάποια στιγμή παίζει το pop corn των marsheaux και χαίρομαι, νομίζω ότι για λίγο αρχίζω να χορεύω χαρούμενος, τίποτα άλλο δεν με νοιάζει, σταματάει απότομα και ένα παιδάκι έρχεται δίπλα μου και μού λέει 'δεν πειράζει, θα βάλει κι άλλα'.

Στη Σύρο δεν πιστεύω ότι βλέπω και πάλι θάλασσα, το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να βρω μια αποβάθρα και να κάτσω να βουτήξω τα πόδια μου- η μεγαλύτερη ευτυχία του καλοκαιριού. Κάποια στιγμή ένα γατί με πλησιάζει, το ονομάζω σεσιλια, τιμής ένεκεν για μια αγάπη παλιά, κάθεται λίγο πάνω μου, τρώει και μετά φεύγει χωρίς να πει ένα γεια.

Στην Αθήνα και πάλι σε ένα μπαρ κοιτάω την Ακρόπολη και περπατώντας στο Θησείο προς Μακρυγιάννη περνώ από ένα εφηβικό μπαρ που γνώρισα τον Π (φαντάζει τόσο παλιά ιστορία που νομίζω ότι πρέπει να δώσω όνομα στην εποχή, κάτι σαν τη λιλά μου περίοδο). Περνάω από ένα πεζουλάκι, και σκέφτομαι πόσο με πείραξε που δεν είδα κάποιον εκεί.

Στο αεροδρόμιο μια Κυριακή επιστρέφω, ζω το σουρεάλ της ελληνίδας μάνας που πάει να συναντήσει τον γιο της στη ξενιτιά και βρίσκει άλλον έλληνα και χαίρεται. Πριν από λίγο είχα απόχαιρετήσει τη Ρ και μόνο τα κλάμματα που δεν βάλαμε στο αεροδρόμιο. Φτάνω σπίτι και είναι ωραία.

Κατάστρωμα Γ: Στο μπαλκόνι του Royal Festival Hall τον οκτώβριο με 26 βαθμούς χαιρόμαστε ό,τι καλοκαίρι έχουμε ακόμη και δεν το πιστεύουμε. Από μέσα ακούγεται η 8η του Μάλερ και το φεγγάρι κρύβεται ανάμεσα στις κάψουλες του London Eye.

H τελευταία Κυριακή του καλοκαιριού τον Οκτώβριο κλείνει στο Hampstead Heath, στο γρασίδι, με καλή παρέα και μετά σε ένα cabaret με gay bingo με απόλυτο θέαμα ένα περιστέρι σε roller skate να τραγουδάει bananarama.

τραγούδι της νύχτας: third eye foundation- la dispute

Sunday, 31 July 2011

Περιπέτειες στη Λονδινούπολη #whatever

Πρώτες μέρες μετά τις Βρυξέλλες για μένα, πρώτες μέρες του Κ. μετά το San Fransisco και έχει συννεφιά, βροχή και κρύο για 4 μέρες συνεχόμενα. Καθόμαστε σε κάτι πράσινες καρέκλες σε έναν παράδρομο του Covent Garden να μην μας πιάνει η τουριστίλα και γκρινιάζουμε γιατί θέλουμε να φύγουμε. Κάποια στιγμή μού λέει ότι έχω ντυθεί σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο, κοιτάω την αντανάκλασή μου στη τζαμαρία πιο δίπλα, το γαλλικό μου πουλόβερ μοιάζει όντως κάπως χριστουγεννιάτικο, και σε συνδυασμό με το τσάι και τα βουτηματα και τις κινήσεις μου, νοιώθω κάτι μεταξύ παππού και Κέρμιτ στα χριστουγεννιάτικα επεισόδια του muppet show.

Σε μια pub μια άλλη μέρα έχουμε βγει για να αποχαιρετίσουμε μια συνάδελφο. Κάθομαι και ακούω διάφορες θεωρίες σχετικά με το γιατί η Ελλάδα είναι όπως είναι, νομίζω ότι έχω κουραστεί με αυτή τη συμεριφορά, κάθομαι και πίνω το κρασί μου σιγά-σιγά, στο μυαλό μου σιγοτραγουδώ το army of me, μια κοπέλα απέναντι με κοιτά βαριεστημένα, είναι ανάμεσα σε μια παρέα τραπεζιτών, νοιώθω ότι είμαστε kindred spirits. Μού ρίχνει μια ματιά ακόμη, αφήνω το ποτήρι μου και λέω σε όλους ότι πρέπει να φύγω. Στο δρόμο μπαίνω σε έναν κήπο για να περπατήσω ως το μετρό, έχει δροσία, το ποτάμι μοιάζει γκρίζο όπως και όλη η μέρα, στο μετρό οι πράσινες θέσεις είναι μια ευχάριστη αλλαγή.

Καλοκαίρι για 2 ολόκληρες μέρες και η βόλτα με έβγαλε στη πλευρά του Τάμεση που βρέχει το δικό μου κομμάτι της πόλης. Παιδάκια παίζουν ποδόσφαιρο με μπαμπάδες, εμείς περπατάμε με strawberry cider στο χέρι και ψάθινα καπέλα και σκέφτομαι ότι μόνο ένα παρασόλ μου λείπει. Σε ένα παγκάκι πιο πέρα, σε ένα φυσικό μπαλκόνι βλέπω τον Τάμεση, κάτι βαρκούλες, ένα πλοίο, έναν κατακόκκινο κωπηλάτη, έναν που κάνει καγιάκ όρθιος και στοιχηματίζουμε πόσο θα αντέξει πριν πέσει. τελικά το χάνουμε και οι δύο το στοίχημα. Σε μια άλλη pub καθόμαστε σε έναν κήπο βάζοντας στοίχημα με τον R ποιος είχε πιο τραυματική παιδική ηλικία. όταν του λέω ότι γεννήθηκα από σπασμένο προφυλακτικό κερδίζω και παίρνω το έπαθλο που ήθελα. Κάποια στιγμή, είμαστε εμείς και 4 παρέες, ξεκάθαρα όλοι μεθυσμένοι και εμείς σε έναν καναπέ να μετράμε πόσες ωρες πέρασαν και πόσοι στέκονται ακόμη. Μια γυναίκα εκείνη την ώρα πέφτει από το σκαμπό της, διπλά της το σκυλί της, ατάραχο, την κοιτά σαν να το περίμενε. Κοιτάει από εδώ και από εκεί, θα ορκιζόμουν ότι αν μπορούσε θα ξεφυσούσε, θα έλεγε ένα 'όχι πάλι, με τη τρελλή θα πάω σπίτι' και θα έφευγε με τη μουσική του Σνούπι στο βάθος.

Monday, 18 July 2011

A chez Maman

Πάλι στις Βρυξέλλες για λίγες μέρες, έτσι, γιατί κάτι λείπει και πάντα ένα ταξίδι με το τρένο φαίνεται να τα φτιάχνει όλα.

Στο δρόμο καταλαβαίνω ότι αλλάζουμε χώρα, όπως πάντα, από τα μηνύματα στο κινητό μου που με ειδοποιούν για τη περιαγωγή. Το πρώτο βράδυ περνάμε την ώρα μας, ομολογουμένως πολύ ταιριαστά, στη Place de Londres σε ένα μπαρ με το όνομα London Calling με ισπανούς, μια παράξενη αγγλίδα και έναν ιρλανδό με μια βεντάλια. Κάνει ζέστη και είναι από τα καλά της πόλης ότι γυρνάμε από τα αγγλικά στα γαλλικά με μερικές στάσεις στα γερμανικά και στον γυρισμό έχουμε ελληνικά.

Για κάποιο παράξενο λόγο, κάθε ταξίδι πρέπει να με βγάλει σε μια φωλιά ελλήνων, όσο και να γκρινιάζω για να φύγω. Παρατηρώ το κενό γνώσης στις μουσικές εξελίξεις που συζητούν και την φράση-πασπαρτού 'η μαμά μου το έφτιαξε κι εγώ το έψησα' και αναρωτιέμαι 1. γιατί εγώ έχω χάσει την επαφή και 2. πώς γίνεται και ακόμη μαγειρεύει η 'μαμά';

Όταν φεύγουμε φτάνουμε σε έναν χώρο που μοιάζει κάποιος πιο οικείος. Μπαίνουμε και παίζει ABBA, αναντίρρητα καλό σημάδι. Απόψε έχει drag show, εξαιρετικό κέφι και διάφορες ετερόκλητες προσωπικότητες. Ωστόσο, σημασία έχει ότι δεν είδα κανέναν που να μην δείχνει ευτυχισμένος, έστω και για εκείνο το βράδυ, έστω και για όσο ήταν εκεί, και ακόμη κι αυτό ήταν μεγάλο πράγμα. Μπάινοντας, μού ήλθε στο μυαλό ένας στίχος από τη Μαρία Νεφέλη, του Ελύτη:

"Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε. Κοιτάζαμε κι οι δύο την ίδια πέτρα. Κοιταζόμασταν μέσ'απ'τη πέτρα."

Νομίζω αυτή η συλλογή, η πιο δυσνόητη που θυμάμαι, είναι η μόνη που μπορεί να εκφράσει την ομορφιά και ταυτόχρονα το απροσδόκητο των όσων συνέβησαν εκείνη τη νύχτα σε ένα μικρό μαγαζί, σε έναν παράδρομο της ιστορικής πόλης των Βρυξελλών. όταν έκλεισε, μετά τις 5 το πρωί, περπατάμε μερικά τετράγωνα, οι δρόμοι μας χωρίζουν λόγω της γεωγραφίας της πόλης και άλλων θεμάτων, και πηγαίνω βόρεια, περπατώντας προς το σπίτι comme un Brusselois. Είναι χάρμα να ξέρεις να γυρνάς σε μια πόλη όταν δεν μένεις εκεί.

Την άλλη μέρα μπόρες μας βρίσκουν σε διαφορετικά σημεία της πόλης και είναι καλή ευκαιρία να μοιραστείς μια ομπρέλλα, ένα ενοχικό βλέμμα, ένα μάφιν και μια ερώτηση "et maintenant, quoi?"

Στο Botanique είμαι σε ένα διαμέρισμα με θέα μια εκκλησία και το ανατολικό τμήμα της πόλης ενώ η βροχή πέφτει ασταμάτητα. Από κάτω περνάει το τραμ, ένα μικροσκοπικό βαγόνι φτιαγμένο για χόμπιτ περισσότερο παρά για ανθρώπους αλλά κι αυτό λίγη σημασία έχει όταν γυρνάω προς τον διάδρομο του διαμερίσματος. Για να πάω στη Flagey αφήνω την τουριστική λύση του ταξί και παίρνω μετρό και αστικό λεωφορείο. Στο πρώτο παίζει Brahms επικρατεί μια απίστευτη ησυχία. Στη πλατεία είμαστε έξω παρά το κρύο σε μια μάλλον παρεξηγημένη πόλη.

ήλιο δεν έχει ούτε την άλλη μέρα που ετοιμάζομαι να πάω για μεσημεριανό στη Place de Luxembourg. Με πιάνω να νοιώθω σαν 15χρονο σχολιαρόπαιδο ενώ η ώρα δεν λέει να περάσει. Στη Schumann πρέπει να πω γεια, και πάλι η ερώτηση "et maintenant, quoi?" και τι να απαντήσεις; Περπατάω στο Parc Leopold, κοντά στη λίμνη, σκέφτομαι μια υπόσχεση σχετικά με τους σκίουρους του Λονδίνου και νομίζω ότι το μάτι μου υγραίνει. Τότε συναντώ τον Β και πηγαίνουμε στην αγορά και ξεχνιόμαστε.

Στο τρένο του γυρισμού είναι από εκείνες τις φορές που δεν ξέρω αν θέλω να γυρίσω στο Λονδίνο. Μάλλον ξέρω ότι δεν θέλω και μερικές ώρες μετά, αν και με πιάνω να χαμογελώ όταν βλέπω τον BT Tower από το παράθυρό μου στο τρένο, όταν γυρνάω το κλειδί στη πόρτα μου δεν είναι το ίδιο όπως τις άλλες φορές.

τραγούδι της νύχτας- Bjork- Violently happy


Sunday, 10 July 2011

Περιπέτειες στη Λονδινούπολη #1388


Θυμάμαι ένα απόγευμα δίπλα στο ποτάμι, περπατούσαμε για να πάρουμε τα ποδήλατά μας και στο βάθος ακούω κάτι γνώριμο. Ήταν ελληνικά και, παρά το ότι δεν είμαστε και λίγοι εδώ, είναι παράξενο να ακούω ελληνικό τραγούδι σε ένα κομμάτι του Λονδίνου που δεν θα μπορούσε να θυμίζει τίποτα άλλο (ο Τάμεσης ήταν στα δεξιά μας, το Κοινοβούλιο πίσω μας). Το φανάρι ήταν κόκκινο και τότε κατάλαβα τι ακούγαμε: ήταν Πρωτοψάλτη, ένα τραγούδι για τη Χαβάη. Ερχόταν από ένα ασημί πολυμορφικό, με μουσική όσο πιο δυνατά γινεται, με οδηγό που σε μεταφέρει αμέσως στη Κηφισίας: χέρι να κρέμεται έξω από το παράθυρο, καφές με καλαμάκι, κανένας σεβασμός σε όσους δεν θέλουν να ακούσουν τη μουσική σου.

Κάθομαι αποσβολωμένος και τον κοιτάω, ίσως φταίει ο ελιτιστής που κρύβω μέσα μου, ίσως το ότι ποτέ δεν κατάλαβα αυτό το κομμάτι της νεοελληνικής κουλτούρας, ίσως το ότι κατά βάθος είμαι αθεράπευτα σνομπ.

*****
Στην έκθεση του Somerset House με τον Κ. κάνουμε σαν παιδιά σε βιτρίνα ζαχαροπλαστείου, αλλά όχι για τους λόγους που θα έπρεπε. Έχει γέλιο να κάνεις σαν να είσαι 20 πάλι. Βοηθάει το ότι αμέσως μπορείς να γυρίσεις στην ασφάλεια (;) του να είσαι 30. Ή λίγο πριν.

*****

Σε ένα πεζοδρόμιο με τον Τάμεση να λάμπει από το φως της πόλης βλέπεις τη φυσική εξέλικη ενός ραντεβού ενώ το μετρό ετοιμάζεται να κλείσει και πρέπει να τρέξεις για να μη μεταμορφωθείς σε κολοκύθα. Ένα άλλο βράδυ έχει ήδη κλείσει και παίρνω το night bus για να πάω σπίτι. Κάθομαι στο βάθος και διαβάζω το βιβλίο μου ενώ κάποια στιγμή ακούω τη μουσική από ένα κλαμπ που βρίσκεται μπροστά από μια στάση του λεωφορείου και αντιλαμβάνομαι πόσο αστείος πρέπει να δείχνω όταν βλέπω το βλέμμα ενός αγοριού που περιμένει στην ουρά για να μπει στο κλαμπ να με κοιτάει: φοράω καρώ πουκάμισο με ζακετάκι, τα γυαλιά μου, διαβάζω ένα βιβλίο ενώ κρατάω μια ομπρέλλα, με ξύλινη λαβή.

Αρχίζω να πιστεύω ότι πλησιάζω τα 40 και δεν το έχω καταλάβει όταν την επόμενη ακριβώς μέρα, φροντίζω τη ντοματιά μου, και κάθομαι στη πολυθρόνα μου, διαβάζοντας το ίδιο βιβλίο και ακούγοντας classic fm. Αν δεν κάνει κάτι αυτή η ντοματιά αποφάσισα ότι θα αγοράσω ντοματίνια από το σουπερ μάρκετ και θα τα κολλήσω στο γλαστράκι με σελοτέιπ.

Εν τω μεταξύ λέω να συμφιλιωθώ με το ότι κάποια στιγμή η βιολογική μου ηλικία ίσως συμφωνήσει με την πραγματική.

*****
Στο ίδιο night bus παρατηρώ τον κόσμο που μπαίνει και νομίζω μετά από τόσα χρόνια στο Λονδίνο είναι σχετικά εύκολο να καταλάβεις που θα κατέβει ο καθένας, ειδικά όταν η διαδρομή περνάει από τόσο διαφορετικά σημεία της πόλης. Θυμάμαι μια συζήτηση που είχα νωρίτερα σε ένα μπαρ και συνειδητοποιώ πόσο μάς χωρίζουν τα postcodes σε αυτή τη πόλη.

*****

Είναι Κυριακή, έχει ένω περίεργα φωτεινό φεγγάρι και χαζεύοντας σε μπλογκ βλέπω μια φωτογραφία της Αθήνας. Συνειδητοποιώ πόσο μου λείπει αν και δεν νομίζω ότι είναι ακόμη η πόλη που άφησα. Σχεδόν το ξέρω, επειδή όποτε έρχομαι είναι τόσο διαφορετική. Με πιάνω να την υπερασπίζομαι σε μια συζήτηση όταν κάποιος τολμάει να τη πει άσχημη. Τον Σεπτέμβριο πάλι.

τραγούδι της νύχτας- cocteau twins- frou-frou foxes in mid-summer fires

Sunday, 26 June 2011

Περιπέτειες στη Λονδινούπολη #1381


Μόλις είδα το Atonement και για μια ακόμη φορά ήταν σαν τη πρώτη φορά. όσες φορές και να έχω δει την ταινία δεν αλλάζει το πώς είναι. Το βιβλίο επίσης, ταξίδεψε μαζί μου από την Αθήνα στη Πάτρα, πάλι πίσω και μετά Αμοργό, μετά Λονδίνο, Παρίσι και πάλι Λονδίνο, με ένα τρένο, σε ένα τραπέζι, με θέα τη γαλλική εξοχή, άλλαξε χέρια δύο φορές και τώρα στέκει στη βιβλιοθήκη πάνω από το κρεββάτι μου, με τις χειρόγραφες αφιερώσεις ακόμη, ανεξίτηλες, μία για κάθε φορά που άλλαξε χέρια, μία στην πρώτη σελίδα, μία στην τελευταία.

Ένα μεσημέρι, στο lunch break, έχει ήλιο και 15 βαθμούς, πράγμα σπάνιο εκείνες τις μέρες. Κάθομαι σε ένα παγκάκι στο Southbank, πάνω στην άμμο που έχουν βάλει για το καλοκαίρι, ντυμένος κάτι μεταξύ preppy και Άγγλου στο Brighton του 1960 και διαβάζω ένα βιβλίο ενώ κάτι χαρτιά πετούν μπροστά μου, γυρνάω και κοιτάω προς τη μεριά που ήλθαν. Νοιώθω σαν να είμαι μέσα στον θανατο στη Βενετία. όχι τόσο στο βιβλίο, όσο στη ταινία.

Μια ακόμη επέτειος γέννησης πέρασε, αυτή τη φορά χωρίς τη ψευδαίσθηση κάποιας προστιθέμενης σοφίας. Οι εορτασμοί έγιναν, δεόντως νομίζω, στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, με απολιθώματα, βροχή ασταμάτητη, και φαγητό στο Jak's, σε ένα βράδυ που κανείς δεν περίμενε να είναι τόσο ωραίο. Στο τέλος, είμαστε μόνο εμείς, οι καρέκλες όλες γυρισμένες πάνω στα τραπέζια, ίχνη από κρασί στο τραπέζι, 12 το βράδυ στη Λονδινούπολη.

Η χαρά του να σκίζεις τις σελίδες των βιβλίων του ΙΚΑΡΟΥ πολλαπλασιάζεται όταν βλέπω το πιο όμορφο και συνάμα σημαίνον δώρο που έχω λάβει ποτέ. Ναι, πιο πολύ και από τον χαλβά με κεράκι σε μια παραλία της Αμοργού.

Ένα καλοκαιρινό μεσημέρι περπατάμε και μυρίζω κλεφτά τις λεβάντες απέναντι από την Tate Modern. Απέναντι φτάνουμε στη Tower Bridge, στο δρόμο διάφορα αναπάντεχα που μόνο στο Λονδίνο μπορούν να συμβούν, ο κόσμος είναι παράξενος. Κι εγώ παραείμαι άφραγκος για να το καταλάβω.

Ένα παλλικάρι είναι στις όχθες του ποταμού, με μια ξαπλώστρα, μια μπύρα, μια κιθάρα και παίζει μουσική στο πλήθος που τον παρακολουθεί από ψηλά. Είναι παράξενο, δεν τραγουδάει ακριβώς, αλλά κάτι έχει και νοιώθω σαν να είμαι σε ταινία του Wenders.

Κάτι συμβαίνει τελευταία και θέλω να είμαι συνέχεια σε ταινίες ή βιβλία. Κάποτε έγραψα ένα ποίημα για έναν πίνακα της Tate Britain, τώρα θέλω να γράψω ένα βιβλίο για το πώς είναι να ζεις σε έναν πίνακα, ή σε ένα πλάνο μιας ταινίας.

Αναρωτιέμαι αν ποτέ θα τελειώσω τα άλλα δύο βιβλία που ξεκίνησα να γράφω.

Στο θέατρο, η Kristin Scott Thomas με κάνει να καταλαβαίνω τι παθαίνω κάθε φορά που βλέπω ταινία της.

Πάλι κοιμάμαι με παράθυρο ανοιχτό, καιρός ήταν, αν και προσπαθώ να βρω την μαθηματική πιθανότητα της σύγκλισης της πραγματικότητας με αυτό που έχω στο μυαλό μου από την ώρα που μπήκα στο μετρό στη Tower Bridge.

τραγούδι της ημέρας- All is full of love- Βjork