Πάλι στις Βρυξέλλες για λίγες μέρες, έτσι, γιατί κάτι λείπει και πάντα ένα ταξίδι με το τρένο φαίνεται να τα φτιάχνει όλα.
Στο δρόμο καταλαβαίνω ότι αλλάζουμε χώρα, όπως πάντα, από τα μηνύματα στο κινητό μου που με ειδοποιούν για τη περιαγωγή. Το πρώτο βράδυ περνάμε την ώρα μας, ομολογουμένως πολύ ταιριαστά, στη Place de Londres σε ένα μπαρ με το όνομα London Calling με ισπανούς, μια παράξενη αγγλίδα και έναν ιρλανδό με μια βεντάλια. Κάνει ζέστη και είναι από τα καλά της πόλης ότι γυρνάμε από τα αγγλικά στα γαλλικά με μερικές στάσεις στα γερμανικά και στον γυρισμό έχουμε ελληνικά.
Για κάποιο παράξενο λόγο, κάθε ταξίδι πρέπει να με βγάλει σε μια φωλιά ελλήνων, όσο και να γκρινιάζω για να φύγω. Παρατηρώ το κενό γνώσης στις μουσικές εξελίξεις που συζητούν και την φράση-πασπαρτού 'η μαμά μου το έφτιαξε κι εγώ το έψησα' και αναρωτιέμαι 1. γιατί εγώ έχω χάσει την επαφή και 2. πώς γίνεται και ακόμη μαγειρεύει η 'μαμά';
Όταν φεύγουμε φτάνουμε σε έναν χώρο που μοιάζει κάποιος πιο οικείος. Μπαίνουμε και παίζει ABBA, αναντίρρητα καλό σημάδι. Απόψε έχει drag show, εξαιρετικό κέφι και διάφορες ετερόκλητες προσωπικότητες. Ωστόσο, σημασία έχει ότι δεν είδα κανέναν που να μην δείχνει ευτυχισμένος, έστω και για εκείνο το βράδυ, έστω και για όσο ήταν εκεί, και ακόμη κι αυτό ήταν μεγάλο πράγμα. Μπάινοντας, μού ήλθε στο μυαλό ένας στίχος από τη Μαρία Νεφέλη, του Ελύτη:
"Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε. Κοιτάζαμε κι οι δύο την ίδια πέτρα. Κοιταζόμασταν μέσ'απ'τη πέτρα."
Νομίζω αυτή η συλλογή, η πιο δυσνόητη που θυμάμαι, είναι η μόνη που μπορεί να εκφράσει την ομορφιά και ταυτόχρονα το απροσδόκητο των όσων συνέβησαν εκείνη τη νύχτα σε ένα μικρό μαγαζί, σε έναν παράδρομο της ιστορικής πόλης των Βρυξελλών. όταν έκλεισε, μετά τις 5 το πρωί, περπατάμε μερικά τετράγωνα, οι δρόμοι μας χωρίζουν λόγω της γεωγραφίας της πόλης και άλλων θεμάτων, και πηγαίνω βόρεια, περπατώντας προς το σπίτι comme un Brusselois. Είναι χάρμα να ξέρεις να γυρνάς σε μια πόλη όταν δεν μένεις εκεί.
Την άλλη μέρα μπόρες μας βρίσκουν σε διαφορετικά σημεία της πόλης και είναι καλή ευκαιρία να μοιραστείς μια ομπρέλλα, ένα ενοχικό βλέμμα, ένα μάφιν και μια ερώτηση "et maintenant, quoi?"
Στο Botanique είμαι σε ένα διαμέρισμα με θέα μια εκκλησία και το ανατολικό τμήμα της πόλης ενώ η βροχή πέφτει ασταμάτητα. Από κάτω περνάει το τραμ, ένα μικροσκοπικό βαγόνι φτιαγμένο για χόμπιτ περισσότερο παρά για ανθρώπους αλλά κι αυτό λίγη σημασία έχει όταν γυρνάω προς τον διάδρομο του διαμερίσματος. Για να πάω στη Flagey αφήνω την τουριστική λύση του ταξί και παίρνω μετρό και αστικό λεωφορείο. Στο πρώτο παίζει Brahms επικρατεί μια απίστευτη ησυχία. Στη πλατεία είμαστε έξω παρά το κρύο σε μια μάλλον παρεξηγημένη πόλη.
ήλιο δεν έχει ούτε την άλλη μέρα που ετοιμάζομαι να πάω για μεσημεριανό στη Place de Luxembourg. Με πιάνω να νοιώθω σαν 15χρονο σχολιαρόπαιδο ενώ η ώρα δεν λέει να περάσει. Στη Schumann πρέπει να πω γεια, και πάλι η ερώτηση "et maintenant, quoi?" και τι να απαντήσεις; Περπατάω στο Parc Leopold, κοντά στη λίμνη, σκέφτομαι μια υπόσχεση σχετικά με τους σκίουρους του Λονδίνου και νομίζω ότι το μάτι μου υγραίνει. Τότε συναντώ τον Β και πηγαίνουμε στην αγορά και ξεχνιόμαστε.
Στο τρένο του γυρισμού είναι από εκείνες τις φορές που δεν ξέρω αν θέλω να γυρίσω στο Λονδίνο. Μάλλον ξέρω ότι δεν θέλω και μερικές ώρες μετά, αν και με πιάνω να χαμογελώ όταν βλέπω τον BT Tower από το παράθυρό μου στο τρένο, όταν γυρνάω το κλειδί στη πόρτα μου δεν είναι το ίδιο όπως τις άλλες φορές.
τραγούδι της νύχτας- Bjork- Violently happy