Sunday 31 July 2011

Περιπέτειες στη Λονδινούπολη #whatever

Πρώτες μέρες μετά τις Βρυξέλλες για μένα, πρώτες μέρες του Κ. μετά το San Fransisco και έχει συννεφιά, βροχή και κρύο για 4 μέρες συνεχόμενα. Καθόμαστε σε κάτι πράσινες καρέκλες σε έναν παράδρομο του Covent Garden να μην μας πιάνει η τουριστίλα και γκρινιάζουμε γιατί θέλουμε να φύγουμε. Κάποια στιγμή μού λέει ότι έχω ντυθεί σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο, κοιτάω την αντανάκλασή μου στη τζαμαρία πιο δίπλα, το γαλλικό μου πουλόβερ μοιάζει όντως κάπως χριστουγεννιάτικο, και σε συνδυασμό με το τσάι και τα βουτηματα και τις κινήσεις μου, νοιώθω κάτι μεταξύ παππού και Κέρμιτ στα χριστουγεννιάτικα επεισόδια του muppet show.

Σε μια pub μια άλλη μέρα έχουμε βγει για να αποχαιρετίσουμε μια συνάδελφο. Κάθομαι και ακούω διάφορες θεωρίες σχετικά με το γιατί η Ελλάδα είναι όπως είναι, νομίζω ότι έχω κουραστεί με αυτή τη συμεριφορά, κάθομαι και πίνω το κρασί μου σιγά-σιγά, στο μυαλό μου σιγοτραγουδώ το army of me, μια κοπέλα απέναντι με κοιτά βαριεστημένα, είναι ανάμεσα σε μια παρέα τραπεζιτών, νοιώθω ότι είμαστε kindred spirits. Μού ρίχνει μια ματιά ακόμη, αφήνω το ποτήρι μου και λέω σε όλους ότι πρέπει να φύγω. Στο δρόμο μπαίνω σε έναν κήπο για να περπατήσω ως το μετρό, έχει δροσία, το ποτάμι μοιάζει γκρίζο όπως και όλη η μέρα, στο μετρό οι πράσινες θέσεις είναι μια ευχάριστη αλλαγή.

Καλοκαίρι για 2 ολόκληρες μέρες και η βόλτα με έβγαλε στη πλευρά του Τάμεση που βρέχει το δικό μου κομμάτι της πόλης. Παιδάκια παίζουν ποδόσφαιρο με μπαμπάδες, εμείς περπατάμε με strawberry cider στο χέρι και ψάθινα καπέλα και σκέφτομαι ότι μόνο ένα παρασόλ μου λείπει. Σε ένα παγκάκι πιο πέρα, σε ένα φυσικό μπαλκόνι βλέπω τον Τάμεση, κάτι βαρκούλες, ένα πλοίο, έναν κατακόκκινο κωπηλάτη, έναν που κάνει καγιάκ όρθιος και στοιχηματίζουμε πόσο θα αντέξει πριν πέσει. τελικά το χάνουμε και οι δύο το στοίχημα. Σε μια άλλη pub καθόμαστε σε έναν κήπο βάζοντας στοίχημα με τον R ποιος είχε πιο τραυματική παιδική ηλικία. όταν του λέω ότι γεννήθηκα από σπασμένο προφυλακτικό κερδίζω και παίρνω το έπαθλο που ήθελα. Κάποια στιγμή, είμαστε εμείς και 4 παρέες, ξεκάθαρα όλοι μεθυσμένοι και εμείς σε έναν καναπέ να μετράμε πόσες ωρες πέρασαν και πόσοι στέκονται ακόμη. Μια γυναίκα εκείνη την ώρα πέφτει από το σκαμπό της, διπλά της το σκυλί της, ατάραχο, την κοιτά σαν να το περίμενε. Κοιτάει από εδώ και από εκεί, θα ορκιζόμουν ότι αν μπορούσε θα ξεφυσούσε, θα έλεγε ένα 'όχι πάλι, με τη τρελλή θα πάω σπίτι' και θα έφευγε με τη μουσική του Σνούπι στο βάθος.

Monday 18 July 2011

A chez Maman

Πάλι στις Βρυξέλλες για λίγες μέρες, έτσι, γιατί κάτι λείπει και πάντα ένα ταξίδι με το τρένο φαίνεται να τα φτιάχνει όλα.

Στο δρόμο καταλαβαίνω ότι αλλάζουμε χώρα, όπως πάντα, από τα μηνύματα στο κινητό μου που με ειδοποιούν για τη περιαγωγή. Το πρώτο βράδυ περνάμε την ώρα μας, ομολογουμένως πολύ ταιριαστά, στη Place de Londres σε ένα μπαρ με το όνομα London Calling με ισπανούς, μια παράξενη αγγλίδα και έναν ιρλανδό με μια βεντάλια. Κάνει ζέστη και είναι από τα καλά της πόλης ότι γυρνάμε από τα αγγλικά στα γαλλικά με μερικές στάσεις στα γερμανικά και στον γυρισμό έχουμε ελληνικά.

Για κάποιο παράξενο λόγο, κάθε ταξίδι πρέπει να με βγάλει σε μια φωλιά ελλήνων, όσο και να γκρινιάζω για να φύγω. Παρατηρώ το κενό γνώσης στις μουσικές εξελίξεις που συζητούν και την φράση-πασπαρτού 'η μαμά μου το έφτιαξε κι εγώ το έψησα' και αναρωτιέμαι 1. γιατί εγώ έχω χάσει την επαφή και 2. πώς γίνεται και ακόμη μαγειρεύει η 'μαμά';

Όταν φεύγουμε φτάνουμε σε έναν χώρο που μοιάζει κάποιος πιο οικείος. Μπαίνουμε και παίζει ABBA, αναντίρρητα καλό σημάδι. Απόψε έχει drag show, εξαιρετικό κέφι και διάφορες ετερόκλητες προσωπικότητες. Ωστόσο, σημασία έχει ότι δεν είδα κανέναν που να μην δείχνει ευτυχισμένος, έστω και για εκείνο το βράδυ, έστω και για όσο ήταν εκεί, και ακόμη κι αυτό ήταν μεγάλο πράγμα. Μπάινοντας, μού ήλθε στο μυαλό ένας στίχος από τη Μαρία Νεφέλη, του Ελύτη:

"Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε. Κοιτάζαμε κι οι δύο την ίδια πέτρα. Κοιταζόμασταν μέσ'απ'τη πέτρα."

Νομίζω αυτή η συλλογή, η πιο δυσνόητη που θυμάμαι, είναι η μόνη που μπορεί να εκφράσει την ομορφιά και ταυτόχρονα το απροσδόκητο των όσων συνέβησαν εκείνη τη νύχτα σε ένα μικρό μαγαζί, σε έναν παράδρομο της ιστορικής πόλης των Βρυξελλών. όταν έκλεισε, μετά τις 5 το πρωί, περπατάμε μερικά τετράγωνα, οι δρόμοι μας χωρίζουν λόγω της γεωγραφίας της πόλης και άλλων θεμάτων, και πηγαίνω βόρεια, περπατώντας προς το σπίτι comme un Brusselois. Είναι χάρμα να ξέρεις να γυρνάς σε μια πόλη όταν δεν μένεις εκεί.

Την άλλη μέρα μπόρες μας βρίσκουν σε διαφορετικά σημεία της πόλης και είναι καλή ευκαιρία να μοιραστείς μια ομπρέλλα, ένα ενοχικό βλέμμα, ένα μάφιν και μια ερώτηση "et maintenant, quoi?"

Στο Botanique είμαι σε ένα διαμέρισμα με θέα μια εκκλησία και το ανατολικό τμήμα της πόλης ενώ η βροχή πέφτει ασταμάτητα. Από κάτω περνάει το τραμ, ένα μικροσκοπικό βαγόνι φτιαγμένο για χόμπιτ περισσότερο παρά για ανθρώπους αλλά κι αυτό λίγη σημασία έχει όταν γυρνάω προς τον διάδρομο του διαμερίσματος. Για να πάω στη Flagey αφήνω την τουριστική λύση του ταξί και παίρνω μετρό και αστικό λεωφορείο. Στο πρώτο παίζει Brahms επικρατεί μια απίστευτη ησυχία. Στη πλατεία είμαστε έξω παρά το κρύο σε μια μάλλον παρεξηγημένη πόλη.

ήλιο δεν έχει ούτε την άλλη μέρα που ετοιμάζομαι να πάω για μεσημεριανό στη Place de Luxembourg. Με πιάνω να νοιώθω σαν 15χρονο σχολιαρόπαιδο ενώ η ώρα δεν λέει να περάσει. Στη Schumann πρέπει να πω γεια, και πάλι η ερώτηση "et maintenant, quoi?" και τι να απαντήσεις; Περπατάω στο Parc Leopold, κοντά στη λίμνη, σκέφτομαι μια υπόσχεση σχετικά με τους σκίουρους του Λονδίνου και νομίζω ότι το μάτι μου υγραίνει. Τότε συναντώ τον Β και πηγαίνουμε στην αγορά και ξεχνιόμαστε.

Στο τρένο του γυρισμού είναι από εκείνες τις φορές που δεν ξέρω αν θέλω να γυρίσω στο Λονδίνο. Μάλλον ξέρω ότι δεν θέλω και μερικές ώρες μετά, αν και με πιάνω να χαμογελώ όταν βλέπω τον BT Tower από το παράθυρό μου στο τρένο, όταν γυρνάω το κλειδί στη πόρτα μου δεν είναι το ίδιο όπως τις άλλες φορές.

τραγούδι της νύχτας- Bjork- Violently happy


Sunday 10 July 2011

Περιπέτειες στη Λονδινούπολη #1388


Θυμάμαι ένα απόγευμα δίπλα στο ποτάμι, περπατούσαμε για να πάρουμε τα ποδήλατά μας και στο βάθος ακούω κάτι γνώριμο. Ήταν ελληνικά και, παρά το ότι δεν είμαστε και λίγοι εδώ, είναι παράξενο να ακούω ελληνικό τραγούδι σε ένα κομμάτι του Λονδίνου που δεν θα μπορούσε να θυμίζει τίποτα άλλο (ο Τάμεσης ήταν στα δεξιά μας, το Κοινοβούλιο πίσω μας). Το φανάρι ήταν κόκκινο και τότε κατάλαβα τι ακούγαμε: ήταν Πρωτοψάλτη, ένα τραγούδι για τη Χαβάη. Ερχόταν από ένα ασημί πολυμορφικό, με μουσική όσο πιο δυνατά γινεται, με οδηγό που σε μεταφέρει αμέσως στη Κηφισίας: χέρι να κρέμεται έξω από το παράθυρο, καφές με καλαμάκι, κανένας σεβασμός σε όσους δεν θέλουν να ακούσουν τη μουσική σου.

Κάθομαι αποσβολωμένος και τον κοιτάω, ίσως φταίει ο ελιτιστής που κρύβω μέσα μου, ίσως το ότι ποτέ δεν κατάλαβα αυτό το κομμάτι της νεοελληνικής κουλτούρας, ίσως το ότι κατά βάθος είμαι αθεράπευτα σνομπ.

*****
Στην έκθεση του Somerset House με τον Κ. κάνουμε σαν παιδιά σε βιτρίνα ζαχαροπλαστείου, αλλά όχι για τους λόγους που θα έπρεπε. Έχει γέλιο να κάνεις σαν να είσαι 20 πάλι. Βοηθάει το ότι αμέσως μπορείς να γυρίσεις στην ασφάλεια (;) του να είσαι 30. Ή λίγο πριν.

*****

Σε ένα πεζοδρόμιο με τον Τάμεση να λάμπει από το φως της πόλης βλέπεις τη φυσική εξέλικη ενός ραντεβού ενώ το μετρό ετοιμάζεται να κλείσει και πρέπει να τρέξεις για να μη μεταμορφωθείς σε κολοκύθα. Ένα άλλο βράδυ έχει ήδη κλείσει και παίρνω το night bus για να πάω σπίτι. Κάθομαι στο βάθος και διαβάζω το βιβλίο μου ενώ κάποια στιγμή ακούω τη μουσική από ένα κλαμπ που βρίσκεται μπροστά από μια στάση του λεωφορείου και αντιλαμβάνομαι πόσο αστείος πρέπει να δείχνω όταν βλέπω το βλέμμα ενός αγοριού που περιμένει στην ουρά για να μπει στο κλαμπ να με κοιτάει: φοράω καρώ πουκάμισο με ζακετάκι, τα γυαλιά μου, διαβάζω ένα βιβλίο ενώ κρατάω μια ομπρέλλα, με ξύλινη λαβή.

Αρχίζω να πιστεύω ότι πλησιάζω τα 40 και δεν το έχω καταλάβει όταν την επόμενη ακριβώς μέρα, φροντίζω τη ντοματιά μου, και κάθομαι στη πολυθρόνα μου, διαβάζοντας το ίδιο βιβλίο και ακούγοντας classic fm. Αν δεν κάνει κάτι αυτή η ντοματιά αποφάσισα ότι θα αγοράσω ντοματίνια από το σουπερ μάρκετ και θα τα κολλήσω στο γλαστράκι με σελοτέιπ.

Εν τω μεταξύ λέω να συμφιλιωθώ με το ότι κάποια στιγμή η βιολογική μου ηλικία ίσως συμφωνήσει με την πραγματική.

*****
Στο ίδιο night bus παρατηρώ τον κόσμο που μπαίνει και νομίζω μετά από τόσα χρόνια στο Λονδίνο είναι σχετικά εύκολο να καταλάβεις που θα κατέβει ο καθένας, ειδικά όταν η διαδρομή περνάει από τόσο διαφορετικά σημεία της πόλης. Θυμάμαι μια συζήτηση που είχα νωρίτερα σε ένα μπαρ και συνειδητοποιώ πόσο μάς χωρίζουν τα postcodes σε αυτή τη πόλη.

*****

Είναι Κυριακή, έχει ένω περίεργα φωτεινό φεγγάρι και χαζεύοντας σε μπλογκ βλέπω μια φωτογραφία της Αθήνας. Συνειδητοποιώ πόσο μου λείπει αν και δεν νομίζω ότι είναι ακόμη η πόλη που άφησα. Σχεδόν το ξέρω, επειδή όποτε έρχομαι είναι τόσο διαφορετική. Με πιάνω να την υπερασπίζομαι σε μια συζήτηση όταν κάποιος τολμάει να τη πει άσχημη. Τον Σεπτέμβριο πάλι.

τραγούδι της νύχτας- cocteau twins- frou-frou foxes in mid-summer fires